Η ξηρασία (pocket)
[ 31 ] «Σαν τι;»Μια μύγα προσγειώθηκε στα χείλη της Γκρέτσεν κι εκεί νη την έδιωξε εκνευρισμένη. «Εννοείς αν κυκλοφορούσε στον κε ντρικό δρόμο κραδαίνοντας την καραμπίνα και απειλώντας να ξε κάνει την οικογένειά του;» «Θεέ μου, Γκρετς, μια απλή ερώτηση έκανα. Εννοούσα αν είχε κατάθλιψη ή κάτι ανάλογο». «Συγγνώμη. Φταίει η ζέστη. Τα κάνει όλα χειρότερα». Έκανε μια παύση. «Κοίταξε, δεν υπάρχει σχεδόν κανείς στην Κιβάρα που να μην έχει φτάσει στα όριά του. Αλλά ειλικρινά, ο Λιουκ δεν έμοιαζε να ζορίζεται περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο. Αν μη τι άλλο, κανείς δεν παραδέχεται ότι πρόσεξε κάτι τέτοιο». Τοαπλανές, αποστασιοποιημένοβλέμμα της Γκρέτσεν ήταν βλο συρό. «Είναι δύσκολο να ξέρεις όμως» είπε έπειτααπόμιαπαύση. «Όλοι είναι πολύ θυμωμένοι. Αλλά δεν είναι θυμωμένοι με τον Λιουκ ακρι βώς. Οι άνθρωποι που μιλούν χειρότερα γι’ αυτόν δεν δείχνουν να τον μισούν γι’ αυτό που έκανε. Είναι αλλόκοτο. Σχεδόν σαν να τον ζηλεύουν». «Για ποιο πράγμα;» «Για το γεγονός ότι έκανε αυτό που εκείνοι δεν αντέχουν να κά νουν, νομίζω. Επειδή τώρα ξεμπέρδεψε, έτσι δεν είναι; Εμείς οι υπό λοιποι είμαστε κολλημένοι εδώκαι σαπίζουμε, ενώαυτός δεν χρειά ζεται πια να ανησυχεί για τη σοδειά, για τις ληξιπρόθεσμες δόσεις ή την επόμενη βροχόπτωση». «Λύση απελπισίας» είπε ο Φαλκ. «Να πάρεις την οικογένειά σου μαζί σου. Πώς το παλεύει η οικογένεια της Κάρεν;» «Δεν είχε καθόλου οικογένεια, απ’ό,τι ακούω. Την είχες συναντή σει ποτέ;»
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=