Η ξηρασία (pocket)

[ 26 ] από σένα. Προχώρα με κατεβασμένο κεφάλι. Θα βγούμε στο πίσω μέρος». Χωρίς να περιμένει απάντηση, άρπαξε το μανίκι του Φαλκ με το έναχέρι και τον γιοτηςμε τοάλλοκαι τουςοδήγησεμέσα, ανοίγοντας δρόμο ευέλικτα μέσα στο πλήθος. Ηατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική. Ο κλιματισμός της αίθουσας έβαζε τα δυνατά του, αλλά πάλευε μάταια, καθώς ο κόσμος στριμωχνόταν στο εσωτερικόπου είχε σκιά. Σχημάτιζαν παρέες σκυθρωποί, προσπαθώντας να ισορροπήσουν πλαστικά ποτήρια και πιάτα με κέικ σοκολάτας. Η Γκρέτσεν ξεκίνησε να προχωράει προς την μπαλκονόπορτα, που έβγαζε σε μια αυλή με παιχνίδια για τα παιδιά. Εκεί είχαν βρει καταφύγιο όσοι δεν χωρούσαν στην αίθουσα και δεν άντεχαν τον συνωστισμό. Βρήκαν μια μικρή σκιά δίπλα στον φράχτη και ο Λάκι έτρεξε στη μεταλλική τσουλήθρα που ζεματούσε. «Δεν χρειάζεται να στέκεσαι μαζί μου αν είναι να σπιλώσεις το καλό σου όνομα» είπε ο Φαλκ, κατεβάζοντας το καπέλο του πιο χαμηλά για να κρύψει το πρόσωπό του. «Ωχ, σταμάτα. Άσε που το καταφέρνω μια χαρά και μόνη μου αυτό». ΟΦαλκ ερεύνησε την αυλή και εντόπισε ένα ηλικιωμένο ζευγά­ ρι που νόμισε ότι κάποτε ίσως ήταν φίλοι του πατέρα του. Μιλούσαν μ’ έναν νεαρό αστυνομικό, ο οποίος, ντυμένος με πλήρη στολή και μπότες, ίδρωνε κάτω από τον απογευματινό ήλιο. Το μέτωπό του γυάλιζε καθώς κουνούσε το κεφάλι του ευγενικά. «Ε» είπεοΦαλκ. «Αυτός είναι οαντικαταστάτης τουΜπαρμπέρις;» Η Γκρέτσεν ακολούθησε το βλέμμα του. «Ναι. Τα έμαθες για τον Μπαρμπέρις;» «Φυσικά. Κρίμα που πέθανε. Θυμάσαι πώς μας τρομοκρατούσε

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=