Η ξηρασία (pocket)

[ 25 ] «Ήσασταν ακόμη φίλοι με τον Λιουκ;» ρώτησε ο Φαλκ με πε­ ριέργεια. Η Γκρέτσεν δίστασε. Το στόμα της σφίχτηκε σε μια αδιόρατη γραμμή. «Όχι. Δεν κάναμε παρέα εδώ και χρόνια. Όχι τουλάχιστον όπως κάναμε τότε που ήμασταν οι τέσσερίς μας». Ο Φαλκ σκέφτηκε εκείνη τη φωτογραφία. Ο Λιουκ, η Γκρέτσεν, ο ίδιος. Και η Έλι Ντίκον, με τα μακριά μαύρα μαλλιά της. Ήταν όλοι τους τόσο πολύ δεμένοι. Όπως δένονται οι έφηβοι, τότε που πι­ στεύεις ότι οι φίλοι σου είναι αδελφές ψυχές και οι δεσμοί θα διαρ­ κέσουν για πάντα. Ο Λιουκ είπε ψέματα. Εσύ είπες ψέματα. «Εσύ προφανώς κράτησες επαφή μαζί του;» είπε η Γκρέτσεν. «Περιστασιακά». Τουλάχιστον αυτό ήταν αλήθεια. «Συναντιόμα­ σταν μια στο τόσο και πίναμε καμιά μπίρα, όταν ερχόταν στη Μελ­ βούρνη, τέτοια επαφή». Ο Φαλκ έκανε μια παύση. «Είχα να τον δω κάποια χρόνια, πάντως. Μπλέκει κανείς με τη δουλειά, ξέρεις. Αυτός είχε την οικογένειά του, εγώ δούλευα πάρα πολύ». «Δεν πειράζει, δεν χρειάζεται να δικαιολογείσαι. Όλοι νιώθουμε ένοχοι». Η αίθουσα της κοινότητας πρόβαλε μπροστά τους. Ο Φαλκ κα­ θυστέρησε στα σκαλοπάτια και η Γκρέτσεν τον τράβηξε από το χέρι. «Έλα, όλα θα πάνε μια χαρά. Οι περισσότεροι πιθανότατα ούτε που θα σε θυμηθούν». «Υπάρχουν πολλοί που θα με θυμηθούν. Ειδικά ύστερα από κεί­ νη τη φωτογραφία στην κηδεία». Η Γκρέτσεν έκανε μια γκριμάτσα. «Ναι, ξέρω. Έπαθα σοκ κι εγώ. Αλλάάκουσέ με, οι άνθρωποι έχουν ένασωρό έγνοιες σήμερα εκτός

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=