Η ξηρασία (pocket)

[ 23 ] «Μόλις πέντε, αλλά είναι ήδη καπετάν φασαρίας». Παρακολούθησαν τον Λάκι να καρφώνει το αυτοσχέδιο σπαθί του σε αόρατους εχθρούς. Τα μάτια του είχαν απόσταση το ένα από το άλλο και είχε σγουρά καστανόξανθα μαλλιά, αλλά ο Φαλκ δεν βρήκε ιδιαίτερη ομοιότητα με την Γκρέτσεν στα σουβλερά χαρα­ κτηριστικά του αγοριού. Βιαστικά προσπάθησε να θυμηθεί αν ο Λιουκ τού είχε αναφέρει με ποιον είχε σχέσηη Γκρέτσεν ήποιος ήταν ο πατέρας του μικρού. Μάλλον δεν του είχε πει. Του άρεσε να πι­ στεύει ότι θα το θυμόταν αυτό. Ο Φαλκ έριξε μια ματιά στο αριστε­ ρό χέρι της Γκρέτσεν. Δεν είδε δαχτυλίδι, αυτό όμως δεν σήμαινε πολλά στις μέρες μας. «Πώς σου φαίνεται η οικογενειακή ζωή;» ρώτησε τελικά, για να την ψαρέψει. «Εντάξει. Ο Λάκι είναι σκέτος μπελάς συνήθως» είπε η Γκρέτσεν σιγανά. «Και είμαστε μόνο αυτός κι εγώ. Αλλά είναι καλό παιδί. Και τα βολεύουμε. Προς το παρόν τουλάχιστον». «Οι γονείς σου έχουν ακόμη το αγρόκτημά τους;» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Θεέ μου, όχι. Πήραν σύνταξη και το πούλησαν πριν από οκτώ χρόνια. Μετακόμισαν στο Σίντνεϊ κι αγόρασαν ένα διαμερισματάκι τρεις δρόμους μακριά από την αδερ­ φή μου και τα παιδιά της». Ανασήκωσε τους ώμους. «Λένε ότι τους αρέσει. Η ζωή της πόλης, εννοώ. Απ’ ό,τι φαίνεται, ο μπαμπάς κάνει πιλάτες». ΟΦαλκδενάντεξε ναμη χαμογελάσει σκεφτόμενος τον ντόμπρο κύριο Σόνερ να εστιάζει στον εσωτερικό πυρήνα του και στις ασκή­ σεις αναπνοής. «Δεν μπήκες στον πειρασμό να τους ακολουθήσεις;» ρώτησε. Γέλασε χωρίς ίχνος ευθυμίας και έδειξε τα ξεραμένα δέντρα κα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=