Η ξηρασία (pocket)
[ 21 ] 2 «Ά ρον Φαλκ, μη διανοηθείς να φύγεις, γαμώτο». ΟΦαλκ στεκόταν δίπλα στο αυτοκίνητό του, παλεύοντας με την έντονηεπιθυμίαναμπει μέσα, ναβάλει μπρος και ναεξαφανιστεί. Οι περισσότεροι απ’ όσους είχαν παρακολουθήσει τη νεκρώσιμη ακολουθία βάδιζαν ήδη αργά τη μικρή απόσταση ως την αίθουσα που θα σέρβιραν τον καφέ. Ακούγοντας τηφωνή, οΦαλκ γύρισε και άθελά του χαμογέλασε. «Γκρέτσεν» είπε καθώς η γυναίκα τον τράβηξε στην αγκαλιά της, πιέζοντας το μέτωπό της στον ώμο του. Εκείνος ακούμπησε το σα γόνι του στο ξανθό κεφάλι της και στάθηκαν έτσι για ένα ολόκληρο λεπτό, λικνίζοντας ο ένας τον άλλο. «Ω Θεέ μου, χαίρομαι τόσο πολύ που σε βλέπω εδώ». Η φωνή της ακούστηκε πνιχτή, καθώς το στόμα της ακουμπούσε στο που κάμισό του. «Τι κάνεις;» τη ρώτησε όταν εκείνη τραβήχτηκε. Η Γκρέτσεν Σό νερ ανασήκωσε τους ώμους, βγάζοντας ένα ζευγάρι φτηνά γυαλιά ηλίου που αποκάλυψαν τα κόκκινα μάτια της. «Όχι καλά. Χάλια δηλαδή. Εσύ;» «Το ίδιο». «Το σίγουρο είναι πως δείχνεις ίδιος». Κατάφερε να του χαμογε λάσει δειλά. «Ακόμη προσπαθείς να μοιάσεις με αλμπίνο, βλέπω». «Ούτε εσύ άλλαξες πολύ». Ξεφύσησεκοφτά, αλλάτοχαμόγελότηςσταθεροποιήθηκε. «Έπει τα από είκοσι χρόνια; Ωχ, έλα τώρα». Ο Φαλκ δεν το είπε για να την κολακέψει. Η Γκρέτσεν έμοιαζε
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=