Η βασίλισσα των πειρατών (Κουρσάροι της περιπέτειας)

12 σκληρά ασημένια της μάτια θύμιζαν καλογυαλισμέ­ να νομίσματα . Όμως, αυτό που μου έκανε μεγαλύ­ τερη εντύπωση, μιας και ήμουν δεκαεπτά χρονών, ήταν η ομορφιά της. Πράγματι, ηΑθερό πολεμίστρια φορούσε έναν κοντό χιτώνα από δέρμα γίδας, στο­ λισμένο με σπείρες. Μου κόπηκε η ανάσα. Σήκωσα τα χέρια ψηλά και ψέλλισα στη γλώσσα των Γουάντσε: «Δεν ήρθαμε για να κάνουμε πόλεμο. Ήρθαμε για να κάνουμε ειρήνη. Ειρήνη… ειρή­ νη… καταλαβαίνεις τι θέλω να πω;». Ευχόμουν να είχα χρησιμοποιήσει τη σωστή λέ­ ξη. Κάθε ιθαγενής φυλή είχε τη δική της διάλεκτο. «Ειρήνη μ’ αυτά τα ρόπαλα που φτύνουν φω­ τιές;» αντέδρασε εκείνη, κρατώντας σφιχτά το αρ­ κεβούζιο. «Σοβαρολογείς;» «Τα φέραμε μόνο και μόνο… για προστασία» τραύλισα. «Άκου» συνέχισα προσπαθώντας να σώ­ σω το τομάρι μου. «Τον βλέπεις αυτόν τον άντρα που κοιμάται εκεί πέρα; Εσύ τον ξέρεις με τ’ όνομα Τινγκουάρο. Είναι φίλος μου…» Ήταν ο Χουάν ντε Πάλμα –αυτό ήταν το χρι­ στιανικό του όνομα–, ο μοναδικός απ’ όλους μας που δεν ήταν στρατιώτης. Ανήκε στη φυλή των Αθερό και ήταν ξάδερφος του αρχηγού Ταναουσού. «Τον ξέρω πολύ καλά τον θείο μου» είπε το κο­ ρίτσι.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=