Η βασίλισσα των πειρατών (Κουρσάροι της περιπέτειας)
11 καθαρίσει και το είχα γεμίσει πριν ξαπλώσω, ψη λαφίζοντας μες στο σκοτάδι. Αλίμονο! Το αρκεβού ζιό μου είχε κάνει φτερά! Το μόνο που έπιανα ήταν χώμα και το ατσάλινο κράνος μου, τίποτε άλλο. Ο Κάρλος εξακολουθούσε να ροχαλίζει αντί να φυλάει σκοπιά, ενώ οι άλλοι δύο άντρες της συντροφιάς μας λαγοκοιμούνταν λίγο πιο πέρα. Κοίταξα μες στο σκοτάδι ώσπου μου φάνηκε πως διέκρινα μια φιγούρα. Πετάχτηκα όρθιος από την τρομάρα μου, όμως η σκιά στεκόταν κιόλας μπρο στά μου και με σημάδευε με το ίδιο μου το τουφέκι. Φοβήθηκα πως αυτή ήταν η τελευταία μου στιγμή στον κόσμο των ζωντανών. Μείναμε σιωπηλοί, ο ένας απέναντι από τον άλλον. Το κορίτσι κι εγώ. Γύρω μας ακουγόταν το ανυποψίαστο ροχαλητό των συντρόφων μου που είχε γίνει ένα με το μονότονο μουρμουρητό του ποταμού. Το γαλαζωπό φως του φεγγαριού φώτιζε τους απόκρημνους βράχους του φαραγγιού απένα ντί μου και καθρεφτιζόταν στο ρυάκι. Ηπολεμίστρια που στεκόταν μπροστά μου έμοια ζε συνομήλική μου ή ίσως κάνα χρόνο μικρότερή μου. Ήταν ψηλή, με γυμνασμένο σώμα. Είχε μελαψό δέρμα, σαν το δικό μου, όμως τα μαλλιά της ήταν μακριά και ανοιχτόχρωμα, όπως και πολλών άλλων Γουάντσε. Με κοιτούσε με βλέμμα προκλητικό. Τα
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=