Η βασίλισσα των πειρατών (Κουρσάροι της περιπέτειας)
9 K E Φ Α Λ Α Ι Ο 1 Π ετάχτηκα στον ύπνο μου. Κινδυνεύαμε, το ένιωθα μέσα μου. «Κάρλος;» ψέλλισα. Ο στρατιώτης στεκόταν με το κεφάλι σκυφτό, δυο βήματα απόσταση από τη φωτιά που πλέον είχε σβήσει. Η κάννη του αρκεβούζιού του έλαμπε περίεργα κάτω από το φως του φεγγαριού. «Έι, Κάρλος…» Καμία απάντηση. Εκείνη τη στιγμή συνειδητο ποίησα ότι αυτός ο ανόητος ροχάλιζε. Το ’ξερα! Πάλι τον είχε πάρει ο ύπνος! Το βλέμμα μου στρά φηκε αμέσως στα σκοτεινά φυλλώματα του δάσους. Φαντάστηκα μια ολόκληρη φυλή πολεμιστών Γουά ντσε, οπλισμένους με πέτρες ή βαριές βέργες, κρυμ μένους ανάμεσα στα αναρριχητικά φυτά και τα τεράστια τροπικά φύλλα. Το ταλέντο μου στις γλώσσες έφταιγε που μπλέ χτηκα έτσι. Από μικρός βοηθούσα τον πατέρα μου να αγοράζει και να πουλάει υφάσματα στις αγορές
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=