Η τρομερή διαθήκη του Τζέρεμι Χόπερτον (Κουρσάροι της περιπέτειας)

8 «Κα-Κάρολαϊν; Πό… πόσο καιρό κρυβόσουν εκεί μέσα, σ’ αυτό το μπαούλο, θέλω να πω;» «Από χτες, απ’ όταν σάλπαρε το καράβι από το Σαουθάμπτον» του εξήγησα υπομονετικά. «Ήμάλ- λον λίγο πιο πριν, όταν κρύφτηκα για να με κουβα- λήσουν στο καράβι μαζί με τις άλλες αποσκευές». Του έδειξα τη στοίβα με τις κασέλες, τα βαρέλια και τα μπαούλα που είχαν γεμίσει το αμπάρι από το πάτωμα μέχρι τη χαμηλή του οροφή. «Δεν ήταν και πολύ άνετα, θα έλεγα». «Και… και γιατί έχεις ντυθεί σαν… σαν…» Ο κακομοίρης ο Χάρι ήθελε να με ρωτήσει γιατί φορούσα αντρικά ρούχα: παντελόνι, τιράντες, που- κάμισο κι έναν μπερέ της κακιάς ώρας, που είχα βρει μέσα στο μπαούλο, για να κρύψω τα μακριά ξανθά μου μαλλιά. Για να λέμε την αλήθεια, ήταν μάλλον χαζή ερώ- τηση. Είναι φανερό πως ένα κορίτσι που δεν έχει κλεί- σει καλά καλά τα έντεκα, το οποίο είναι μάλιστα και λαίδη –το κανονικό μου όνομα είναι Κάρολαϊν Μαργκαρέτα Γκουέντολιν Στιούαρτ–, ένα τέτοιο κορίτσι δε γίνεται να μπει λαθραία σ’ ένα καράβι που σαλπάρει για την άλλη άκρη του κόσμου ντυ- μένο σαν να πηγαίνει σε δεξίωση. Κι αυτό γιατί, ως γνωστόν, όλοι οι ναυτικοί είναι άντρες, οπότε

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=