Η τριλογία του Μπέλφαστ

S T U A R T N E V I L L E 750 Η Έλεν τον κοίταξε ανοιγοκλείνοντας τα μάτια, και το πρό- σωπό της μαλάκωσε σιγά σιγά. Ο Λένον σχεδόν είχε ξεχάσει πόσο μεγάλη φαινόταν όταν ξυπνούσε από εφιάλτη, ένα κορι- τσάκι εφτά χρονών που κουβαλούσε αιώνες πόνου μες στα μά- τια της. «Όνειρο ήταν» της είπε. «Είσαι ασφαλής». Το κορίτσι άγγιξε τον λαιμό της με τα δάχτυλά της, χαϊδεύο­ ντας το δέρμα σαν να την πονούσε. «Τι όνειρο είδες;» τη ρώτησε. Η Έλεν συνοφρυώθηκε και χώθηκε στο μαξιλάρι της, τραβώ- ντας το πάπλωμα τόσο, που ο Λένον έβλεπε μόνο το στεφάνι του κεφαλιού της. «Μπορείς να μου πεις» της είπε. «Ίσως νιώσεις καλύτερα». Του έριξε μια κλεφτή ματιά. «Κρύωνα και ήμουν βρεγμένη και δεν μπορούσα να πάρω ανάσα. Πνιγόμουν». «Σαν να πνιγόσουν στο νερό;» «Τσου. Σαν να ήταν κάτι τυλιγμένο γύρω από τον λαιμό μου. Κι ύστερα ήταν και μια γριά. Ήθελε να μου μιλήσει, αλλά εγώ το ’βαλα στα πόδια». «Ήταν τρομακτική;» «Τσου». «Και τότε, γιατί το ’βαλες στα πόδια;» «Δεν ξέρω» είπε η Έλεν. «Λες να μπορείς να ξανακοιμηθείς;» «Δεν ξέρω». «Θα προσπαθήσεις;» «Εντάξει». Ο Λένον τής χάιδεψε τα μαλλιά. «Μπράβο, κορίτσι μου» είπε. Την παρατηρούσε σιωπηλός, καθώς τα βλέφαρά της έκλειναν και η ανάσα της γινόταν πιο ήρεμη. Το τηλέφωνο που άρχισε να χτυπάει στο καθιστικό την έκανε να σαλέψει λίγο. Ο Λένον κρά- τησε την ανάσα του, ώσπου τελικά η Έλεν ησύχασε. Ξεφύσηξε ανακουφισμένος που το τηλέφωνο δεν την είχε ξυπνήσει, και πήγε να το σηκώσει.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=