Η τριλογία του Μπέλφαστ

S T U A R T N E V I L L E 746 Πόσοι ήταν; Η Γκάλια είχε ακούσει τις φωνές τους πρωτύτερα, την ώρα που έρχονταν. Οι δύο μιλούσαν λιθουανικά. Ο ένας Λι- θουανός τώρα κείτονταν στο πάτωμα δίπλα της. Ο τρίτος μιλού- σε αγγλικά με προφορά τόσο έντονη, που πρέπει να ήταν ιρλαν- δική. Ένα από τα δύο αδέρφια, σκέφτηκε. Μετά από μια βδομά- δα που είχε περάσει ακούγοντας τις κουβέντες τους πίσω από την κλειδωμένη πόρτα, είχε μάθει ότι ο ένας λεγόταν Μαρκ κι ο άλλος Σαμ. Μόνο ο ένας τους είχε έρθει απόψε. «Τόμας;» Ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα. «Κόφ’ τις μαλα- κίες. Θα σπάσω την πόρτα, αν δεν ανοίξεις». Η Γκάλια στηρίχτηκε στα γόνατα και σηκώθηκε, ο αέρας πά- γωνε τη μουσκεμένη κοιλιά και τους μηρούς της. Το απλό γκρίζο φούτερ και η φόρμα που της είχαν δώσει βρίσκονταν πάνω στην τουαλέτα. Τα άρπαξε και τα φόρεσε αλλάζοντας συνέχεια χέρι στο γυαλί, χωρίς να το αφήνει. Ένιωσε το ύφασμα να κολλάει στο αίμα. Ίσως ήταν μια ανοησία και μισή, αλλά ντυμένη ένιωθε πιο ασφαλής. Με κάθε χτύπημα, η πόρτα τρανταζόταν. Ο άλλος Λι- θουανός βλαστήμησε. «Γαμώ την τρέλα μου» είπε ο Ιρλανδός. Η Γκάλια ανοιγόκλεισε τα μάτια, καθώς η πόρτα τραντάχτηκε στην κάσα κι ο θόρυβος αντήχησε στο δωμάτιο. Οπισθοχώρησε προς τη γωνία, κρατώντας σφιχτά το γυάλινο λεπίδι μπροστά της. Χτύπησαν ξανά, δυνατά, και ο γλόμπος πάνω από το κεφάλι της άρχισε να κουνιέται πέρα δώθε σαν εκκρεμές. Χώθηκε στη γωνία. Κρατούσε το γυαλί στο ύψος των ματιών της. Το χέρι της έτρεμε. Προσευχήθηκε στη γιαγιά της, στη γυναίκα που πάντα την προστάτευε –εκείνη και τον αδερφό της– από όταν έμειναν ορ- φανοί. Η γριά είχε σταθεί μάνα τους από τότε που θυμόταν η Γκάλια. Τώρα η μάνα ήταν μες στο χώμα, εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, και δεν μπορούσε πια να την προστατεύσει. Η Γκάλια προσευχήθηκε στην ψυχή της μάνας, παρόλο που δεν πίστευε σε τέτοια πράγματα. Προσευχήθηκε να κοίταζε από ψηλά την εγγό- να της και να τη λυπηθεί. Αχ, σε παρακαλώ, μάνα, κατέβα να με πάρεις αποδώ, σε παρακαλώ, μάνα, σε παρ...

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=