Η τριλογία του Μπέλφαστ
Κ Λ Ε Μ Μ Ε Ν Ε Σ Ψ Υ Χ Ε Σ 745 ανάμεσα στα δάχτυλά της. Τα γόνατά της λύθηκαν. Το πάτωμα ερχόταν καταπάνω της γρήγορα, σαν τρένο. Σωριάστηκε στο υγρό και ζεστό δάπεδο, προσπάθησε να απομακρυνθεί, αλλά τα γυμνά της πόδια γλιστρούσαν ολοένα. Πάλι η ανάγκη να ουρλιάξει, κι αυτή τη φορά δεν μπόρεσε να την καταπνίξει. Παρόλο που ήξερε ότι μπορεί να σήμαινε τον θάνατό της, η Γκάλια άφησε το ουρλιαχτό να ξεχυθεί από μέσα της, ίδιο τρομαγμένο πουλί που δραπέτευε από το κλουβί του, το στήθος της. Το ουρλιαχτό έκλεψε και το τελευταίο ίχνος αέρα από τα πνευμόνια της. Πήρε ανάσα, έβηξε, άλλη μια ανάσα, και ανέκτησε τον έλεγχο του μυαλού της. Προσπάθησε να αφουγκραστεί παρά το βουητό στα αυτιά της. Σιωπή. Άκουγε μόνο ένα πνιχτό κόχλασμα από τον λαιμό του άντρα. Κι έπειτα, έναν χτύπο στην πόρτα του υπνοδωματίου. Δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια της, δάκρυα μικρού τρομαγμένου κοριτσιού, αλλά ανοιγόκλεισε γρήγορα τα βλέφαρά της, για να τα διώξει. Δεν ήταν κοριτσάκι, έπαψε να είναι από τότε που πέθανε ο πατέρας της, κοντά μια δεκαετία τώρα. Σκέψου, σκέψου, σκέψου. Στα ματωμένα χέρια της κρατούσε ακόμη τη γυάλινη λεπίδα, η μύτη έλειπε, το πανί είχε ποτίσει. Ίσως να μπορούσε να τους εμποδίσει. Ίσως, αν έβλεπαν τον φίλο τους νεκρό, να καταλάβαι- ναν ότι θα μπορούσε να κάνει το ίδιο και σ’ εκείνους. Κι άλλος χτύπος, πιο δυνατός. Το πόμολο της πόρτας τραντά- χτηκε. «Τόμας;» Φόβος την κυρίευσε. Όχι, δεν μπορούσε να τους εμποδίσει με αυτό το σπασμένο γυαλί. Πάλι η επιθυμία να κλάψει. Την έδιωξε ξανά. «Τόμας;» Η φωνή τραύλισε κι άλλα λόγια. Η Γκάλια ήξερε λίγα λιθουανικά, αλλά όχι αρκετά ώστε να καταλάβει τις μεθυ- σμένες ερωτήσεις πίσω από την πόρτα. «Είσαι καλά;» Άλλη φωνή, τα έντονα ένρινα αγγλικά αυτού του παράξενου, κρύου τόπου. «Κοίτα μην της αφήσεις σημάδια».
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=