Η τριλογία του Μπέλφαστ
Σ Υ Ν Ω Μ Ο Σ Ι Α Τ Η Σ Φ Ω Τ Ι Α Σ 381 ταλάβει τι ήταν αυτό που έβλεπε, ώσπου αναγνώρισε τις δίδυμες κάννες μιας καραμπίνας. Την ακούμπησε ανάμεσα στα πόδια του Χιουζ, με το κοντάκι κάτω και τις μακριές κάννες πάνω στον μηρό του. «Σκατά, όπλα είναι» είπε ο Χιουζ, καθώς έκλεινε η πόρτα. «Τι γίνεται, Γιουτζίν;» Ο ΜακΣόρλεϊ κοίταξε τον μαυρισμένο μπάτσο. Εκείνος χα- μογέλασε, του έκλεισε το μάτι και μετά έκλεισε και την πόρτα του οδηγού. Σήκωσε ψηλά το κλειδί του αυτοκινήτου, το έδειξε στον ΜακΣόρλεϊ και το πάτησε δύο φορές. Οι ασφάλειες κλεί- δωσαν μ’ ένα γουργούρισμα. Ο μπάτσος έβαλε το κλειδί στο καπό, ακριβώς κάτω από το παρμπρίζ. «Χριστέ μου» είπε ο ΜακΣόρλεϊ. «Τι κάνουν, Γιουτζίν;» ρώτησε ο Κομίσκι. «Αχ Χριστούλη μου» ο ΜακΣόρλεϊ έκανε τον σταυρό του. Η κύστη του κόντευε να σκάσει. Κρατήθηκε. Οι δύο μπάτσοι, που ο ΜακΣόρλεϊ ήξερε ότι δεν ήταν καθόλου μπάτσοι, ξαναμπήκαν στο Skoda και απομακρύνθηκαν. Το βαν έκοψε ταχύτητα περνώντας μπροστά από το Focus. Ο άντρας με το αυτόματο χαμογέλασε πλατιά στον ΜακΣόρλεϊ. Σκαρφάλωσε στο πίσω μέρος του βαν και τον σημάδεψε με το όπλο. Ο Κομίσκι δοκίμασε ν’ ανοίξει. «Άνοιξε τις κλειδαριές» είπε. «Δεν μπορώ» απάντησε ο ΜακΣόρλεϊ. Δάκρυα αυλάκωναν τα μάγουλά του. «Το κάθαρμα διπλοκλείδωσε. Ανοίγουν μόνο με το κλειδί». Το βαν απομακρύνθηκε μαρσάροντας. Ο άντρας με το αυτό- ματο τους κούνησε το χέρι. Η κύστη του ΜακΣόρλεϊ δεν άντεξε. «Αχ Θεέ μου» είπε ο ΜακΣόρλεϊ. «Για όνομα του Θεού, ρε παιδιά». Ο Κομίσκι κοπάνησε το παράθυρο με τον αγκώνα του. Ξανά. Ο Χιουζ πήρε την καραμπίνα και χτύπησε με το κοντάκι το πίσω τζάμι. ΟΜακΣόρλεϊ ήξερε πως ήταν άσκοπο. «Αχ Χριστέ μου, παιδιά». Ο Χιουζ χτύπησε το τζάμι ξανά. Θρυμματίστηκε. Κινήθηκε
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=