Η τριλογία του Μπέλφαστ

Σ Υ Ν Ω Μ Ο Σ Ι Α Τ Η Σ Φ Ω Τ Ι Α Σ 379 Η μπατσίνα πλησίασε την πλευρά του συνοδηγού. Έσκυψε και κοίταξε μέσα, πρώτα τον Κομίσκι, μετά τον Χιουζ. Ο Κομίσκι έσκασε ένα αχνό χαμόγελο. Εκείνη δεν ανταπέδωσε. «Δεν αρκεί αυτό» είπε ο μαυρισμένος μπάτσος. «Δεν θέλετε να πάρετε βαθμούς στο point system, έτσι δεν είναι;» Η εικόνα του βαν γέμισε το καθρεφτάκι. Η μπατσίνα τού έκανε νόημα να σταματήσει δίπλα στο Focus. Ο μαυρισμένος μπάτσος έχωσε το χέρι του μες στο αμάξι και πάτησε το κουμπί που άνοιγε το πορτμπαγκάζ. Όταν το αυτοκίνητο ήταν καινούρ- γιο, πεταγόταν κι άνοιγε τουλάχιστον δεκαπέντε εκατοστά, αλλά τώρα πια κρεμόταν χαλαρό. Η μπατσίνα πήγε στο πίσω μέρος του Focus και άνοιξε το πορτμπαγκάζ, που έκανε έναν ήχο σαν παράπονο. Ο δροσερός, νοτισμένος αέρας χάιδεψε τον σβέρκο του ΜακΣόρλεϊ. Η μυρωδιά κοπριάς από τα γύρω χωράφια ανακατευόταν με την ξινίλα του ιδρώτα του. Οι δυο άντρες έμειναν στην καμπίνα του βαν, αλλά ο Μακ- Σόρλεϊ άκουσε βαριά βήματα από το εσωτερικό του και ύστερα τις πίσω πόρτες του ν’ ανοίγουν. Έκανε να τεντώσει τον λαιμό του για να δει, αλλά πίσω του καθόταν ο μαυρισμένος μπάτσος χαμογελώντας. Ο ΜακΣόρλεϊ εξέτασε το πρόσωπο του μπάτσου και μεμιάς άκουσε τις ιστορίες που έλεγαν οι ρυτίδες και τα σκασίματα: Είχε βρεθεί σε κάποιον γυμνό ξερότοπο, είχε συρθεί μες στο χώμα, είχε κυνηγήσει τη λεία του. Ίσως στο Ιράκ, ίσως στο Αφ- γανιστάν. Ίσως κάπου που οι Αμερικανοί και οι Βρετανοί δεν θα ομολογούσαν ποτέ. Και τώρα ήταν εδώ, όχι πολύ μακριά από τα ιρλανδικά σύνορα, με το ηλιοκαμένο πρόσωπό του ανέκφραστο και σκληρό. Άλλη μια δουλειά ρουτίνας. «Δεν είσαι μπάτσος» είπε ο ΜακΣόρλεϊ. Το σκληρό χαμόγελο στα χείλη του μπάτσου δεν τρεμόπαιξε καν. «Πού πηγαίνετε σήμερα, κύριε;» «Είπα, δεν είσαι μπάτσος. Τι θέλεις;» Ανάμεσα στα δύο οχήματα ακούστηκαν βήματα προς διάφο- ρες κατευθύνσεις. Κάτι έτριξε σαν να σερνόταν στο δάπεδο του

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=