Η τριλογία του Μπέλφαστ
S T U A R T N E V I L L E 378 ξε την πόρτα. Τα νερά της βροχής έτρεξαν μέσα. Δεν είχε στα- ματήσει να βρέχει τρεις μήνες σερί. Όλη μέρα, κάθε μέρα, χωρίς διάλειμμα. Μια χοντρή σταγόνα έσκασε στο μάγουλο του Μακ- Σόρλεϊ κάνοντάς τον ν’ ανοιγοκλείσει τα μάτια του. «’σπέρα» είπε ο μπάτσος. Η προφορά του ήταν αγγλική, βαριά και κοφτή. «Σβήστε τη μηχανή σας, παρακαλώ, κύριε». Ο ΜακΣόρλεϊ γύρισε το κλειδί. Η μηχανή έσβησε, και οι υα- λοκαθαριστήρες κοκάλωσαν στη μέση του παρμπρίζ. «Να βλέπω τα χέρια σας, έτσι μπράβο» είπε ο μπάτσος. Αυτή η προφορά, σκέφτηκε ο ΜακΣόρλεϊ, έχει στόφα αξιω- ματικού. Φανέρωνε παρελάσεις και αυστηρούς χαιρετισμούς, όχι περιπολίες και φυλάκια ελέγχου. Ο μπάτσος έσκυψε το κεφάλι του και κοίταξε μέσα στο αυ- τοκίνητο. «Κι εσείς, κύριοι». Ο Κομίσκι έβαλε τα χέρια του στο ταμπλό. Ο Χιουζ στην πλάτη της θέσης του συνοδηγού. Ο ΜακΣόρλεϊ κρατούσε σφιχτά το τιμόνι και παρατηρούσε το πρόσωπο του μπάτσου. Το δέρμα του είχε ένα βαθύ σοκολατένιο χρώμα. Δεν ήταν το επιφανειακό μαύρισμα ύστερα από μία εβδομάδα στην παραλία. Τα χείλη του έμοιαζαν σαν να είχαν ψηθεί σε κάποιον άνυδρο τόπο και γυά- λιζαν από το βούτυρο κακάο που είχε βάλει στα σκασίματα. Από το μυαλό του ΜακΣόρλεϊ πέρασε αστραπιαία η εικόνα αυτού του μπάτσου να σέρνεται σε μια έρημο και τον τρομοκράτησε, χωρίς όμως να μπορεί να καταλάβει γιατί. Δεν έβλεπε τα χέρια του μπάτσου, μέχρι που τα άπλωσε και τράβηξε το κλειδί από τη μίζα. Φορούσε μαύρα δερμάτινα γάντια, που έδειχναν ακριβά. «Τι θέλετε;» ρώτησε ο ΜακΣόρλεϊ. Η φωνή του πνίγηκε στον λαιμό του. Ο μπάτσος στάθηκε όρθιος και έριξε μια ματιά στον δρόμο πίσω τους. «Δεν φοράτε ζώνη. Υπάρχει λόγος;» «Την ξέχασα» είπε ο ΜακΣόρλεϊ. Έριξε μια ματιά στο κα- θρεφτάκι, γνωρίζοντας τι θα έβλεπε. Το βαν βγήκε από τη δια- σταύρωση και έστριψε προς το μέρος τους.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=