Η τριλογία του Μπέλφαστ
375 1 « Μ ας ακολουθούν» είπε ο Γιουτζίν ΜακΣόρλεϊ. Το Ford Focus αιωρήθηκε για μια στιγμή, ελαφρύ σαν πούπουλο, πάνω από το ύψωμα και ξανάπεσε μ’ έναν γδούπο στην άσφαλ- το. Οι αναρτήσεις του, που μετρούσαν ήδη οχτώ χρόνια, δεν μπόρεσαν να μετριάσουν τους κραδασμούς. Ο ΜακΣόρλεϊ είχε το βλέμμα του καρφωμένο στο καθρεφτάκι. Το ασημί Skoda Octavia είχε χαθεί πίσω από τον λόφο που μόλις είχαν περάσει. Τους ακολουθούσε στον στενό επαρχιακό δρόμο από την ώρα που πέρασαν τα σύνορα στον Βορρά. Ο Κομίσκι στριφογύρισε στη θέση του συνοδηγού. «Δεν βλέπω κανέναν» είπε. «Όχι, στάσου. Σκατά. Μπάτσοι είναι;» «Ναι» είπε ο ΜακΣόρλεϊ. Το Skoda ξαναφάνηκε στον καθρέ- φτη. Τα τζάμια του ήταν σκουροπράσινα, και ο ΜακΣόρλεϊ δεν μπορούσε να διακρίνει τους επιβάτες, αλλά σίγουρα ήταν μπάτσοι. Η άσφαλτος σκοτείνιαζε από το ψιλόβροχο, που όλο και δυνά- μωνε, ενώ πάνω από τα πράσινα χωράφια ο άχρωμος και αδεια- νός ουρανός κρεμόταν σαν βαρύ γκρίζο σεντόνι. «Χριστέ μου». Ο Χιουζ, στο πίσω κάθισμα, αναστέναξε. «Θα μας σταματήσουν;» «Έτσι φαίνεται» είπε ο Κομίσκι. «Σκατά». Το Focus περνούσε δίπλα από σειρές θάμνων που δη μιουργούσαν κάτι σαν φράχτη. Ο ΜακΣόρλεϊ έλεγχε την ταχύτη- τά του, προσπαθώντας να μην ξεπεράσει τα εκατό χιλιόμετρα. «Δεν πειράζει» είπε. «Δεν έχουμε τίποτα πάνω μας. Εκτός κι αν οι τσέπες σας είναι γεμάτες κόκα». «Σκατά» είπε ο Χιουζ. «Τι;» «Έχω τριάμισι γραμμάρια».
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=