Η τριλογία του Μπέλφαστ

T Α Φ Α Ν Τ Α Σ Μ Α Τ Α Τ Ο Υ Μ Π Ε Λ Φ Α Σ Τ 31 O Φέγκαν κούνησε το κεφάλι του. «Λυπάµαι». «Τριάντα χρόνια, Τζέρι. Γνωριζόµαστε τριάντα…» Το πιστόλι, µε έναν µόνο κρότο, έβαψε το παρµπρίζ κόκκινο και γκρι. O ΜακΚένα σωριάστηκε πάνω στο τιµόνι, και η κόρνα της Mercedes ούρλιαξε µες στη νύχτα. O Φέγκαν έσκυψε και τον τράβηξε, τον έβαλε µε την πλάτη στο κάθισµα, και η σιωπή τούς κατάπιε. Βγήκε από το αυτοκίνητο και άνοιξε την πόρτα του οδηγού, πιάνοντας το χερούλι µε το µαντίλι του. Στο αχνό φως που ερ- χόταν από την απέναντι ακτή, είδε τα θολά µάτια του ΜακΚένα να τον κοιτάζουν. Τα επώνυµα γυαλιά του είχαν σπάσει και κρέµονταν από το ένα του αυτί. O Φέγκαν φύτεψε άλλη µια σφαίρα στην καρδιά του, για να είναι σίγουρος. Η βραχνή φωνή του όπλου ταξίδεψε µε το κυµάτισµα απέναντι, στο Λάγκαν, προς τα κτίρια που λαµπύριζαν. O Φέγκαν σκούπισε τον ιδρώτα από τα µάτια του και κοίτα- ξε ολόγυρα. Oι ακόλουθοι εµφανίστηκαν από τα σκοτεινά σηµεία όπου κρύβονταν και άρχισαν να στριµώχνονται για µια θέση κοντά στην ανοιχτή πόρτα, κοιτάζοντας µια τον Φέγκαν και µια το πτώµα. Τους κοίταξε έναν έναν διερευνητικά. Τα µάτια του γλιστρούσαν από τον ένα στον άλλο. Τους µέτρησε, καθώς χάνο- νταν στο σκοτάδι. Το αγόρι δεν ήταν ανάµεσά τους. Ένας νεκρός. Αποµένουν έντεκα.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=