Η τριλογία του Μπέλφαστ

S T U A R T N E V I L L E 30 «O Φέγκαν πίεσε κι άλλο το όπλο στο κρανίο του ΜακΚένα. «Είπα, αρκετά ». «Και µας πήγαν µέχρι την οδό Μπράιτον. Χριστέ µου, µας έκαναν µαύρους στο ξύλο, έτσι δεν είναι; Αυτό ήταν ξύλο. Και θυµάσαι…» Oι ώµοι του ΜακΚένα τραντάχτηκαν δυνατά από το γέλιο του. «Θυµάσαι που έπιασαν τον µικρό Πάτσι και αυτός κατουρήθηκε πάνω σε έναν από δαύτους;» Ένα χαµόγελο άνθισε στα χείλη του Φέγκαν, και το έδιωξε µε το ελεύθερο χέρι του. «Γι’ αυτό του έσπασαν το χέρι». «Nαι» είπε ο ΜακΚένα, ενώ το γέλιο του καταλάγιαζε. «Και καταταγήκαµε την επόµενη µέρα. Η µάνα σου ήταν απαρηγόρη- τη, ε;» «Αρκετά». Τα µάτια του Φέγκαν έκαιγαν. Η φωνή του ΜακΚένα ακούστηκε σαν γρύλισµα. «Εγώ σε έµπα- σα, Τζέρι. Εγώ. Μαζί µε τον ΜακΓκίντι και τους άλλους. Ποτέ δεν θα σε έπαιρναν αν δεν ήµουν εγώ. Μην το ξεχνάς. Χωρίς εµένα θα ήσουν έναν τίποτα, άλλο ένα καθολικό αγόρι στην ανεργία». «Σωστά» είπε ο Φέγκαν. «Θα ήµουν ένα τίποτα. Και δεν θα είχα κάνει τίποτα. Κι εκείνοι οι άνθρωποι θα ήταν ζωντανοί. Το αγόρι θα ήταν ζωντανό. Θα είχε γυναίκα, παιδιά, σπίτι, τα πάντα. Εµείς του το στερήσαµε αυτό. Εγώ κι εσύ». Η φωνή του ΜακΚένα βρόντηξε υπόκωφα µες στο αυτοκίνη- το. «Ήταν ένα κωλόκαρφο. Μας κάρφωσε στους µπάτσους. Ήταν νεκρός από τη στιγµή που άνοιξε το στόµα του». O Φέγκαν ένιωσε µια ηρεµία να τον πληµµυρίζει. «Αρκετά» είπε. «Τζέρι, σκέψου τι πας να κάνεις. Τα παιδιά δεν θα το αφήσουν να περάσει έτσι, κι ας έχουµε εκεχειρία. Κι ας υπάρχει το Στόρµοντ. Θα σε κυνηγήσουν». Ένα δάκρυ κύλησε στο µάγουλο του Φέγκαν, σχηµατίζοντας µια ζεστή γραµµή. Ένιωσε την αρµύρα του. «Χριστέ µου, υποσχέθηκα στον εαυτό µου ότι δεν θα το ξανάκανα». «Τότε µην το κάνεις, Τζέρι. Άκουσε, δεν είναι αργά. Είσαι µεθυσµένος και στενοχωρηµένος, το ξέρω. Δεν είσαι ο εαυτός σου. Αν σταµατήσεις τώρα, δεν θα έχεις µπελάδες».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=