Η τριλογία του Μπέλφαστ
T Α Φ Α Ν Τ Α Σ Μ Α Τ Α Τ Ο Υ Μ Π Ε Λ Φ Α Σ Τ 29 O ΜακΚένα έσκυψε το κεφάλι του και αναστέναξε. Η οθόνη του κινητού του έλουσε το εσωτερικό του αµαξιού µε µια γαλα- ζοπράσινη λάµψη. Το τηλέφωνο χτυπούσε. Το κράτησε στο αυτί του µε το τρεµάµενο χέρι του. «Nαι… Τοµ, άκου, κλείδωσε και πάρε τα λεφτά σπίτι σου… Είναι εντάξει. Τον έβαλα στο κρεβάτι. Είµαι στο λιµάνι… Για να συναντήσω έναν τύπο… Για µια δουλειά. Άκου, πρέπει να κλεί- σω. Θα πάρω τα λεφτά αύριο… Nαι, εντάξει… Τα λέµε τότε». Το τηλέφωνο έκλεισε, και το απαλό του φως έσβησε. O ΜακΚένα γύρισε το κεφάλι του. «Θυµάσαι όταν ήµασταν παιδιά, Τζέρι;» O Φέγκαν οσµιζόταν ιδρώτα και φόβο, του ΜακΚένα και τον δικό του. Ακόµα και χωρίς αυτές τις µυρωδιές, οι αναµνήσεις που ξυπνούσαν µέσα του ήταν πολλές. O ΜακΚένα συνέχισε: «Θυµάσαι εκείνη τη φορά που οι Βρε- τανοί µάς έπιασαν επειδή τους πετούσαµε τούβλα; Πόσο ήµασταν, δεκάξι, δεκαεφτά; Θυµάσαι; Πέταξα το πρώτο τούβλο κι άρχισα να τρέχω. O µικρός Πάτσι Τόνερ φοβόταν πολύ να το κάνει κι έτσι έτρεξε πίσω µου». Τέντωσε τον λαιµό του, προσπαθώντας να δει τον Φέγκαν. O Φέγκαν πίεσε την κάννη του όπλου στο πίσω µέρος του κεφαλιού του ΜακΚένα, µέχρι που γύρισε µπροστά και κοίταξε ίσια. Ίσια, εκεί όπου στέκονταν καρτερικά οι ακόλουθοι. Όλοι, εκτός από το αγόρι, που ακόµη κοίταζε από το παράθυρο του οδηγού. O ΜακΚένα γέλασε. «Εσύ όµως όχι. Ποτέ δεν φοβήθηκες. Κανέναν. Πάντα έκανες το δικό σου. Περίµενες µέχρι να πλησιά σουν πολύ και µετά τους πέταγες το τούβλο που κρατούσες. Θυµάσαι; Είχες χτυπήσει έναν στο πρόσωπο. Τα κεφάλια τους ξεπρόβαλαν από την οροφή του Land Rover, και το τούβλο τον χτύπησε κατευθείαν στη µύτη. O τόπος είχε γεµίσει αίµατα». «Αρκετά» είπε ο Φέγκαν. Η µνήµη τον εκδικούνταν. «Και µετά µας κυνήγησαν µέχρι την οδό Φολς. Χριστέ µου, θυµάσαι; Εγώ κι εσύ να γελάµε, και ο µικρός Πάτσι να ζητάει τη µαµά του».
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=