Η τριλογία του Μπέλφαστ

S T U A R T N E V I L L E 16 O µπαγιάτικος αέρας της παµπ κολλούσε στο πίσω µέρος του λαιµού του, τόσο πηχτός όσο το γκριζωπό χρώµα στους τοίχους. Μάλωσε τον εαυτό του. Oύτε χρειαζόταν ούτε του άξιζε οίκτος, πόσο µάλλον ο δικός του. Άντρες πιο αδύναµοι από τον ίδιο θα µπορούσαν να ζήσουν µε τις πράξεις τους. Θα µπορούσε κι αυτός να κάνει το ίδιο. Ένα χέρι στον ώµο του τον ξάφνιασε. «Ώρα να φεύγεις, Τζέρι» είπε ο Μάικλ ΜακΚένα. O Τοµ γλίστρησε στην αποθήκη πίσω από το µπαρ. O Μακ- Κένα τον πλήρωνε για να είναι διακριτικός, να µη βλέπει και να µην ακούει τίποτα. O Φέγκαν ήξερε ότι ο πολιτικός θα ερχόταν να τον βρει. Ήταν κοµψά ντυµένος, µε ένα σακάκι και ένα παντελόνι, ενώ τα γυαλιά του –επώνυµα και µε λεπτό σκελετό– του πρόσδιδαν όψη µορ- φωµένου ανθρώπου. Πολύ διαφορετικός από τον έφηβο µε τον οποίο ο Φέγκαν έτρεχε στους δρόµους πριν από τριάντα χρόνια. Τα πλούτη τού πήγαιναν. «Τελειώνω» είπε ο Φέγκαν. «Πιες, λοιπόν, και θα σε πάω σπίτι». O ΜακΚένα τού χαµο- γέλασε, και τα δόντια του φάνηκαν λευκά και λεία. Τα είχε φτιάξει για να είναι ευπαρουσίαστος στις κάµερες. Η ηγεσία του κόµµατος επέµενε σε αυτό πριν ακόµη του δώσουν το χρίσµα για τη θέση στη Συνέλευση. Κάποτε, όχι πολύ παλιά, ήταν ενάντια στην πολιτική της παράταξης να εδρεύει στο Στόρµοντ. 5 Αλλά οι καιροί αλλάζουν, ακόµα κι αν οι άνθρωποι µένουν ίδιοι. «Θα πάω περπατώντας» είπε ο Φέγκαν. «Είναι δυο λεπτά δρόµος». «Δεν είναι κόπος» είπε ο ΜακΚένα. «Εξάλλου, ήθελα να µιλήσουµε». O Φεγκαν ένευσε καταφατικά και ήπιε άλλη µια γουλιά µαύ- ρη µπίρα. Την κλωθογύριζε ακόµη στο στόµα του, όταν παρατή- ρησε ότι το αγόρι είχε σηκωθεί από τη θέση του στην απέναντι πλευρά του τραπεζιού. Του πήρε ένα λεπτό για να τον εντοπίσει να σέρνεται πίσω από τον ΜακΚένα, κοκαλιάρης και χωρίς που- κάµισο, όπως τη µέρα που πέθανε.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=