Η τριλογία του Μπέλφαστ

14 1 Ί σως αν έπινε ένα ποτό ακόµα να τον άφηναν ήσυχο. O Τζέρι Φέγκαν έλεγε αυτό το ψέµα στον εαυτό του κάθε φορά πριν καταπιεί. Έσβησε το κάψιµο από το ουίσκι µε µια γερή γουλιά Guinness και άφησε ξανά το ποτήρι στο τραπέζι. «Κοίτα πάνω και θα εξαφανιστούν» σκέφτηκε. Κι όµως. Ήταν ακόµη εκεί και τον κοίταζαν επίµονα. Δώδεκα στο σύνολο, αν υπολόγιζε και το µωρό στην αγκαλιά της µάνας του. Είχε µεθύσει για τα καλά τώρα. Όταν το στοµάχι του δεν θα άντεχε άλλο, θα άφηνε τον Τοµ, τον µπάρµαν, να τον βγάλει έξω, και τότε οι δώδεκα θα τον ακολουθούσαν στους δρόµους του Μπέλφαστ, θα έµπαιναν στο σπίτι του, θα ανέβαιναν τις σκάλες και θα έµπαιναν στο υπνοδωµάτιό του. Αν ήταν τυχερός, και αρκετά µεθυσµένος, θα λιποθυµούσε πριν τα ουρλιαχτά τους γίνουν δυσβάσταχτα. Αυτή ήταν και η µοναδική στιγµή που τους άκουγε, όταν ήταν µόνος και έτοιµος να κοιµηθεί. Το χειρότερο ήταν όταν το µωρό άρχιζε να κλαίει. O Φέγκαν ύψωσε το άδειο ποτήρι του για να τραβήξει την προσοχή του Τοµ. «Δεν έχεις πιει αρκετά, Τζέρι;» ρώτησε ο Τοµ. «Μήπως είναι ώρα να πας σπίτι; Όλοι έχουν φύγει». «Άλλο ένα» είπε ο Φέγκαν, προσπαθώντας να µιλήσει καθαρά. Ήξερε ότι ο Τοµ δεν θα αρνούνταν. O Φέγκαν ήταν ακόµη ένας αξιοσέβαστος άνθρωπος στο Δυτικό Μπέλφαστ, παρόλο που έπινε. O Τοµ αναστέναξε, σαν να το περίµενε, και σήκωσε ένα πο- τήρι στο ύψος των µατιών του. Σέρβιρε το ουίσκι και µέτρησε τα ψιλά στο λεκιασµένο τραπέζι. Το πηχτό στρώµα παλιάς µπίρας και λίγδας κόλλησε στα παπούτσια του όπως αποµακρυνόταν.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=