Η τριλογία του Λεβάντε
1 Ο Σάιμον Μπόλντερστοουν, ετών είκοσι, πήγε στην Αίγυ πτο με την επιστράτευση. Για δύο μήνες σχεδόν, καθώς η νηοπομπή κατηφόριζε από τη μια πλευρά της Αφρικής κι ανέβαινε την άλλη, ήταν στριμωγμένος ανάμεσα σ’ ένα σωρό άντρες. Όταν έφτασε στο Κάιρο, ήταν μόνος. Είχε δύο φίλους στο πλοίο, τον Τρεντς και τον Κόντλι, που ήταν η οικογένειά του, οι έμπιστοί του, οι πιο κοντινοί του άνθρωποι στον κόσμο. Το αίσθημα πως οι τρεις τους ανήκαν σε μια παρέα ήταν πιο βαθύ κι από την αγάπη. Κι έπειτα, στο Σουέζ, συνέβη κάτι τρομερό. Τους έχασε. Καθώς αποβιβάζονταν, ο Σάιμον είχε λάβει εντολή να φύ γει από τη φορτηγίδα και να αναλάβει ένα απόσπασμα στρα τιωτών που ο αξιωματικός τους είχε πάθει ίκτερο. «Θα σας δω στη στεριά» φώναξε στον Τρεντς και στον Κόντλι προτού πάει κοντά στους άντρες, οι οποίοι ήταν στημένοι όλο το πρωί σ’ έναν διάδρομο. Είχαν κουραστεί να περιμένουν κι έπρεπε να περιμένουν κι άλλο. Ήταν πια καλό απόγευμα όταν ο Σάιμον κατάφερε να φτάσει στην αποβάθρα και διαπίστωσε ότι οι φί λοι του είχαν φύγει. Κανείς δεν μπορούσε να του πει πού είχαν πάει. Είχε κηρυχθεί κατάσταση έκτακτης ανάγκης και με το που έφταναν τα καμιόνια γέμιζαν με άντρες που περίμεναν κι έφευγαν. Ο Σάιμον δεν ήταν απλώς μόνος, είχε χάσει και το μεταφορικό του μέσο. Επίσης, φαινόταν πως είχε φτάσει στο πιο έρημο και άνυδρο μέρος πάνω στη γη. Ο λοχίας στον οποίο μίλησε του είπε πως ο Τρεντς και ο Κόντλι ίσως είχαν πάει στη Βάση Εκπαίδευσης Πεζικού ή σε
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=