Η τριλογία του Λεβάντε

ΜΑΧΗ ΧΑΜΕΝΗ ΚΑΙ ΚΕΡΔΙΣΜΕΝΗ 343 “Αδελφούλα”. Καθόταν κάπως περίεργα. Τα παιδιά ρωτούσαν: “Γιατί η Αδελφούλα μοιάζει με μηχανή;”» Ο Τέρι, γνωρίζοντας την απάντηση, σκέπασε τα μάτια με την παλάμη του και ξέσπασε σε υστερικά γέλια. Ο Σάιμον ήξερε επίσης την απάντηση και η νευρική απέ­ χθεια που αισθανόταν για τους ανθρώπους γύρω του έγινε ακόμα πιο έντονη. Εξαιτίας του νεαρού της ηλικίας του και της σιωπής του, οι περισσότεροι τον αγνοούσαν, όμως δεν ήταν αυτό που τον προβλημάτιζε. Τον προβλημάτιζε που ήταν τόσο παράξενοι και κεφάτοι. Δεν ήταν παρά μόνο οχτώ άτομα, αλλά, με τη φασαρία που έκαναν, θα μπορούσαν να είναι και δυο ντουζίνες. Ακόμα και οι Κερασοσυλλέκτες, στρατιώτες σε άδεια όπως και ο ίδιος, του φαίνονταν εξωπραγματικοί με την πρόστυχη αυθάδειά τους. Πρώτη φορά στη ζωή του έβλεπε άντρες να συμπεριφέρονται τόσο άσχημα μπροστά σε κόσμο. Ήταν σοκαρισμένος. Επίσης, θυμήθηκε ότι εξακολουθούσε να είναι η μέρα που σκοτώθηκε ο Χιούγκο. Μεσολάβησε μια παύση ενόσω ένα αγοράκι έβαζε ποτήρια στο τραπέζι κι ένας σερβιτόρος από τη Νουβία, στάζοντας ιδρώτα πάνω στους πελάτες, έφερε σαμπάνια μέσα σε μια παγωνιέρα. Έσπασε το σύρμα με το χέρι του και άφησε τον φελλό να τιναχτεί μακριά. Ο πάγος είχε λιώσει και η σαμπάνια, μια τραχιά και γλυκερή γερμανική μάρκα, ήταν ζεστή. Το φα­ γητό ήρθε με την ίδια προχειρότητα. Ένα πιάτο μπριζόλα για τον καθέναν τους. «Δεν παραγγείλαμε μπριζόλα» διαμαρτυρήθηκε η Άντζελα. «Ατό κρέας μόνο» απάντησε ο σερβιτόρος. «Όλοι ίντιο. Πολλή ντουλειά ατό μέρος ατή ώρα». Ο Σάιμον κατάλαβε ότι ήταν λάθος που είχε έρθει στο Κάι­ ρο. Οι άντρες μιλούσαν λες και η ζωή εδώ ήταν ένα αδιάκοπο ξεφάντωμα, αλλά στα μάτια του φάνταζε σαν τρελοκομείο. Ακόμα και οι σερβιτόροι ήταν τρελοί. Όταν έμαθε ότι ο Χιού

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=