Η τριλογία του Λεβάντε

ΜΑΧΗ ΧΑΜΕΝΗ ΚΑΙ ΚΕΡΔΙΣΜΕΝΗ 335 το ήπιε. Όταν σερβιρίστηκαν όλοι, το μπουκάλι τοποθετήθη­ κε σαν φάρος στη μέση του τραπεζιού, προσελκύοντας σχεδόν αμέσως τον Κάσλμπαρ από το τραπέζι του μπιλιάρδου. Αποκεί που καθόταν η Χάριετ μπορούσε να δει τη σιλουέτα του να τρεμουλιάζει μέσα στις σκιές καθώς έκανε τον γύρο των τραπεζιών επιφυλακτικά, πλησιάζοντας προσεκτικά το μπουκάλι, σαν ζώο που φροντίζει να παραμένει στην προσή­ νεμη πλευρά του θηράματός του. Κοντοστάθηκε δυο τρία μέ­ τρα από το τραπέζι και η Άντζελα, έχοντας πάρει είδηση την παρουσία του, χαμογέλασε μόνη της. Μολονότι η φιλία τους έμοιαζε να έχει εδραιωθεί απόλυτα, εκείνος προχώρησε με υποκριτικό δισταγμό, σαν να μην μπο­ ρούσε ακόμη να πιστέψει στην καλή του τύχη. Και καλά έκανε και δίσταζε, συλλογίστηκε η Χάριετ, που αδυνατούσε να κα­ ταλάβει τι του έβρισκε η Άντζελα. Και δεν ήταν η μόνη που επέκρινε αυτόν τον μεσόκοπο καθηγητή-ποιητή που κυκλοφορούσε με τον αέρα εξαθλίωσης ενός ανθρώπου για τον οποίο όσα χρήματα δεν ξοδεύονταν σε ποτά και τσιγάρα ήταν χαραμισμένα. Καθώς τον παρατηρού­ σαν να πλησιάζει έτσι ύπουλα, οι θαμώνες στα διπλανά τρα­ πέζια άρχισαν να τον κουτσομπολεύουν ψιθυριστά με πρόσω­ πα γεμάτα περιέργεια και αποδοκιμασία. Καθώς εκείνος διέ­ σχιζε τα τελευταία μέτρα που τους χώριζαν, η Άντζελα στρά­ φηκε απότομα προς το μέρος του και γέλασε μ’ έναν τρόπο λες και ο Κάσλμπαρ είχε φέρει εις πέρας ένα έξυπνο κόλπο. «Γ-γ-γεια σας!» τραύλισε, προσπαθώντας ν’ ακουστεί εγκάρδιος. «Καλώς τον. Έλα να κάτσεις δίπλα μου. Πιες ένα ποτό». Κάνοντας ό,τι του είπε η Άντζελα, ο Κάσλμπαρ μουρμού­ ρισε αποδοκιμαστικά: «Πρέπει να μ’ αφήσεις να συνεισφέρω κι εγώ κάτι». «Όχι. Εγώ κερνάω».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=