Η τριλογία του Λεβάντε

ΜΑΧΗ ΧΑΜΕΝΗ ΚΑΙ ΚΕΡΔΙΣΜΕΝΗ 331 κανένα άλλο μέρος στο Κάιρο. Δεν ήξερε κανέναν δρόμο, εκτός απ’ αυτόν που είχε ακούσει σε κάποιο στρατιωτικό τραγούδι: Μπέρκα. Εκεί πήγαιναν οι άντρες για να βρουν κορίτσια. «Πιες άλλο ένα ποτό προτού φύγεις». Συνειδητοποιώντας πως δεν είχε όρεξη για κορίτσια εκείνο το βράδυ, ο Σάιμον άφησε τη Χάριετ να του ξαναγεμίσει το ποτήρι και ρώτησε: «Ποιος είναι αυτός ο συνταγματάρχης Λισντουνβάρνα; Πο­ λύ ασυνήθιστο όνομα». «Είναι ιρλανδικό. Βασικά, είναι ο λόρδος Λισντουνβάρνα, όμως, όπως ξέρεις, δεν χρησιμοποιούμε τίτλουςαυτήτηνεποχή». «Κατάλαβα». Και όντως καταλάβαινε. Το γεγονός ότι ο Πί­ τερ έφερε τίτλο ευγενείας είχε διαλευκάνει ένα μυστήριο, όμως η απάντηση ήταν πιο οδυνηρή από το σάστισμα που είχε νιώ­ σει νωρίτερα. Κάθισε σιωπηλός με το ποτήρι στο χέρι, χωρίς να πίνει, ακούγοντας τον υπηρέτη να στρώνει τραπέζι για το βραδινό φαγητό. Αν επρόκειτο να φύγει, θα έπρεπε να σηκω­ θεί τώρα, ωστόσο συνέχισε να κάθεται, τόσο αποκαρδιωμένος, που αδυνατούσε να κάνει την οποιαδήποτε κίνηση. Η εξώπορτα άνοιξε και μια άλλη ένοικος του διαμερίσματος μπήκε στο σαλόνι. Μια γυναίκα μεγαλύτερη από την Εντουί­ να ή τη Χάριετ, λεπτοκαμωμένη, με μαύρα μάτια και ένα φίνο, συμμετρικό πρόσωπο. Έτσι όπως μπήκε με φόρα και χαιρέτησε αεράτα τη Χάριετ, έδινε μια εντύπωση εγκάρδιας ευθυμίας που εξέπληξε τον Σάι­ μον, ο οποίος την αναγνώρισε αμέσως. Ήταν η λαίδη Χούπερ. Ο ίδιος βρισκόταν ανάμεσα σε μια παρέα ανθρώπων που είχαν βγει για πικνίκ και είχαν πάει απρόσκλητοι στο σπίτι των Χούπερ στοΦαγιούμ, όπου άθελά τους έγιναν μάρτυρες μιας τραγωδίας. «Άντζελα, θυμάσαι τον Σάιμον Μπόλντερστοουν;» τη ρώ­ τησε η Χάριετ. «Ναι, τον θυμάμαι». Είτε η ανάμνηση ήταν οδυνηρή είτε

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=