Η τριλογία του Λεβάντε

OL I V I A MANN I NG 330 να γίνεις αξιωματικός σύνδεσμος. Τι λες, θα σου άρεσε κά­ τι τέτοιο;» Ο Σάιμον, γεμάτος τύψεις που αυτή η μέρα δυστυχίας ίσως γινόταν μια μέρα ευκαιριών για εκείνον, κοκκίνισε. «Πάρα πολύ, κύριε συνταγματάρχα». Η Εντουίνα επέστρεψε στο σαλόνι τη στιγμή που ο Πίτερ σημείωνε το όνομα και τη θέση του Σάιμον στο μέτωπο. Την ανακούφισε το γεγονός ότι οι δύο άντρες φαίνονταν να τα πηγαίνουν καλά. Χαμογέλασε διαλλακτικά στον Σάιμον κι ύστερα στάθηκε παρακολουθώντας τον Πίτερ να γράφει και περιμένοντάς τον να τελειώσει με αφοσίωση και υπομονή. «Εντάξει» είπε εκείνος, βάζοντας πάλι το ημερολόγιο στην τσέπη του. «Θα το δρομολογήσω. Έλα, πάμε» φώναξε στην Εντουίνα, που τον ακολούθησε υπάκουα έξω από το διαμέρι­ σμα. Ο Σάιμον, παρακολουθώντας τους να φεύγουν, ξέχασε αμέσως τη μετάθεση κι αισθανόταν μονάχα κατάπληξη που η Εντουίνα, το κορίτσι του Χιούγκο, υποτασσόταν τώρα σ’ αυτόν τον συνταγματάρχη με τα τραχιά χαρακτηριστικά. Είχε πιστέ­ ψει ότι όσο η Εντουίνα μοιραζόταν την αγάπη του για τον Χιούγκο ο αδελφός του δεν ήταν εντελώς νεκρός. Φέρνοντας στο μυαλό του το πρόσωπο του Χιούγκο, την ευγένειά του, την απόλυτη καλοσύνη του, ένιωθε αυτά τα προσόντα περι­ φρονημένα. Κι ωστόσο σε τι θα της χρησίμευαν τώρα πια; Η Χάριετ πρόσεξε τη μελαγχολική του έκφραση και τον λυπήθηκε. «Θα μείνεις για φαγητό, έτσι δεν είναι;» του πρότεινε. «Όχι, όχι, ευχαριστώ». Το μόνο που ήθελε ήταν να ξεφύγει απ’ αυτό το δωμάτιο όπου ακόμη πλανιόταν το άρωμα της Εντουίνα, όμως δεν είχε ιδέα πού να πάει. Το διαμέρισμα αυτό, επειδή ήταν ο χώρος όπου έμενε η Εντουίνα, είχε για εκείνον μια ιδιαίτερη λάμψη, ένα θάλπος, και δεν γνώριζε

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=