Η τριλογία του Λεβάντε

OL I V I A MANN I NG 328 «Έτοιμη, κοριτσάρα μου; Έκλεισα στο ρουφ γκάρντεν του Κοντινένταλ. Σ’ αρέσει εκεί;». «Το ξέρεις ότι μ’ αρέσει». Ο Πίτερ οδήγησε τις δύο γυναίκες στο σαλόνι, όπου ο Σάι­ μον καθόταν μόνος κι απαρηγόρητος. Βλέποντας την Εντουί­ να, πετάχτηκε όρθιος και την κοίταξε με θαυμασμό που προς στιγμήν υπερνίκησε την οδύνη του. Η Εντουίνα πήγε κοντά του. «Αχ, Σάιμον, λυπάμαι τόσο πολύ!» του είπε σιγανά, κι εκεί­ νος, λαχταρώντας να την αγγίξει, σήκωσε τα χέρια έτοιμος να την αγκαλιάσει για να μοιραστούν τον πόνο τους. Όμως οΠίτερ προχώρησε μπροστά, σπρώχνοντάς τη στην άκρη, και πήρε τον έλεγχο της κατάστασης σαν να ήταν αναφαίρετο δικαίωμά του. «Λυπάμαι γι’ αυτό που έμαθα, φίλε μου» είπε κοφτά στον Σάιμον. «Ξέρω πώς νιώθεις. Ταράζεσαι για ένα διάστημα, όμως όλοι πρέπει να τ’ αντιμετωπίσουμε αυτά. Οι τύχες του πολέμου, καταλαβαίνεις τώρα. Είσαι σε άδεια;» «Έχω εφτά μέρες». «Μπράβο σου. Θαύμα. Έχω κλείσει τραπέζι για φαγητό, οπότε πρέπει να πηγαίνουμε, ελπίζω όμως να σε ξαναδώ». Ο Πίτερ στράφηκε, πέρασε κτητικά το χέρι του γύρω από τον ώμο της Εντουίνα και είπε: «Πάμε, κούκλα μου». Ο Σάιμον, συνειδητοποιώντας την κυριαρχία του Πίτερ πάνω της, στράφηκε προς την Εντουίνα με μια χαμένη, πα­ ραξενεμένη έκφραση, που την αναστάτωσε. «Ξέχασα να πάρω το μαντιλάκι μου» δικαιολογήθηκε εκεί­ νη κι έτρεξε πίσω στο δωμάτιό της. Ο Πίτερ έστρεψε την προσοχή του πάλι στον Σάιμον. «Ξέρεις, σε ζηλεύω. Λαχταρώ να γυρίσω κι εγώ στο μέτωπο. Δεν αντέχω να είμαι αξιωματικός της πολυθρόνας». Ο Σάιμον απόμεινε να τον κοιτάζει για ένα λεπτό και μετά έβαλε τα δυνατά του ν’ αποκριθεί:

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=