Η τριλογία του Λεβάντε

OL I V I A MANN I NG 326 «Ξέρει ότι είσαι εδώ». Η Εντουίνα αναστέναξε πάλι. «Τι μπορώ να κάνω;» Άφησε τα χέρια της Χάριετ, πήγε στην ντουλάπα κι έβγαλε ένα λευκό ντραπέ βραδινό φόρεμα. Το κρέ­ μασε στην πόρτα για να είναι έτοιμο και κοιτάχτηκε στον καθρέ­ φτη. «Το πρόσωπό μου…έχω τα χάλια μου!» Άγγιξε τα μάτια και τα χείλη της, φόρεσε το φουστάνι και, επιστρέφοντας στη σιφο­ νιέρα, διάλεξε ένα άρωμα από μια σειρά μεγάλων περίτεχνων μπουκαλιών. «Νομίζω πως μου χάρισε αυτό». Η ανάσα της κό­ πηκε κι έγειρε πίσω το κεφάλι, πασχίζοντας να συγκρατήσει τα δάκρυά της. «Αυτά τα καημένα τα παιδιά!» μουρμούρισε καθώς έβαζε άρωμα, εντείνοντας τημυρωδιά γαρδένιας πουπλανιόταν στο δωμάτιο. «Τα γνωρίζεις…Τους δίνεις…» Δεν αποτέλειωσε τη φράση της, γιατί ένιωσε πάλι την ανάσα της να κόβεται. «Τους δίνεις την καρδιά σου;» «Ναι. Κι έπειτα πάνε και σκοτώνονται». Η Εντουίνα έφερε τα δάχτυλά της κάτω από τα ματοτσίνορά της για να μαζέψει την υγρασία. «Ω Θεέ μου!» Αναστέναξε και ρούφηξε τη μύτη της μ’ ένα μελαγχολικό χαμόγελο που ήταν σχόλιο τόσο για τη ματαιότητα της θλίψης όσο και για τη δική της αδιόρθωτη επιπολαιότητα. «Τι να γίνει; Να κλάψω μέχρι ν’ αρρωστήσω; Σε τι θα ωφελήσει;» Μπορεί και ν’ αφηνόταν να κλάψει έτσι και δεν περίμενε τον Πίτερ. Αντί γι’ αυτό, είπε αγχωμένη: «Δεν πρέπει να τον αφήσω να με δει έτσι» κι άρχισε να διορ­ θώνει το μακιγιάζ της. ΗΧάριετ, νιώθοντας το άγχος της, σκέφτηκε πόσο αβέβαιη πρέπει να ήταν η σχέση της με τον Πίτερ Λισντουνβάρνα αν δεν τολμούσε να φανερώσει τη στενοχώρια της για τον θάνατο ενός νεαρού. Και δεν έφταιγε το ότι Πίτερ ήταν επιρρεπής στη ζήλια. Απλώς ήξερε πως οποιαδήποτε υποψία συμπάθειας για έναν άλλον άντρα εκείνος θα τη χρησιμοποιούσε ως δικαιολο­ γία για τα δικά του τσιλημπουρδίσματα.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=