Η τριλογία του Λεβάντε

OL I V I A MANN I NG 324 Σκοτώθηκαν όλοι. Τα πόδια του Χιούγκο ανατινάχτηκαν και πέθανε από ακατάσχετη αιμορραγία. Τον βρήκε η ορντινάντσα του και κάθισε μαζί του μέχρι που ξεψύχησε. Είχε αμμοθύελ­ λα, οπότε ήταν αδύνατον να τον φέρουν πίσω. Έτσι κι αλλιώς, ήταν πολύ αργά πια. Έμεινε εκεί που έπεσε, αιμορραγώντας μέχρι θανάτου». «Λυπάμαι». ΗΧάριετ όντως λυπόταν πολύ, αλλά τα νέα δεν τη σόκαραν. Στην τελευταία άδεια του Χιούγκο, καθώς τον αποχαιρετούσε, μια φωνή στο μυαλό της της είχε πει: Δεν πρόκειται να ξαναγυρίσει. Θα σκοτωθεί . «Πρέπει να το πω στην Εντουίνα. Είναι τρομερό γι’ αυτήν». «Και για όλους όσοι τον γνώριζαν». «Εκείνη όμως ήταν ξεχωριστή. Θέλω να πω, ήταν το κορί­ τσι του Χιούγκο». Η Χάριετ δεν απάντησε. Έμεινε σιωπηλή για λίγη ώρα κι ύστερα σηκώθηκε. «Θα πάω να τη βρω» ανακοίνωσε. Καθώς άνοιγε την επενδυμένη με τσόχα πόρτα που οδη­ γούσε στον διάδρομο με τα υπνοδωμάτια, η Εντουίνα έβγαινε από το μπάνιο μ’ ένα λευκό μπουρνούζι ριγμένο στους ώμους της. Εργαζόταν στη ΒρετανικήΠρεσβεία, εκείνη τη μέρα όμως είχε μείνει στο σπίτι με ημικρανία, όπως αποκαλούσε εκείνη τον πονοκέφαλο από το μεθύσι της προηγούμενης νύχτας. «Νιώθεις καλύτερα;» «Α, πολύ καλύτερα». Η Εντουίνα χαμογέλασε πονηρά και συνωμοτικά στη Χάριετ, γιατί, όσο άσχημος κι αν ήταν ο πο­ νοκέφαλός της, ένιωθε πάντα μια χαρά για να βγει το βράδυ. Κατευθύνθηκε βιαστικά προς το δωμάτιό της λέγοντας: «Έλα να τα πούμε όσο θα ντύνομαι. ΟΠίτερ θα ’ρθει όπου να ’ναι». Στάθηκε γυμνή, ψηλή και καλλίγραμμη, με το δέρμα της να γυαλίζει από το μπάνιο, και στέγνωσε το σώμα της μ’ ένα πομπόν από πούπουλα κύκνου. Η Χάριετ, παρακολουθώντας

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=