Η τριλογία του Λεβάντε
ΜΑΧΗ ΧΑΜΕΝΗ ΚΑΙ ΚΕΡΔΙΣΜΕΝΗ 323 από την κοινή τους απώλεια του πρόσφερε μια θλιβερή παρη γοριά. Διάφοροι άνθρωποι έμεναν στο διαμέρισμα. Μια απ’ αυ τούς, κάποια νεαρή γυναίκα ονόματι Χάριετ Πρινγκλ, καθόταν στο σαλόνι όταν μπήκε μέσα ο Σάιμον. Η κοπέλα ανακάθισε σαστισμένη. «Χιούγκο;» είπε, ξέροντας ότι δεν γινόταν να είναι ο Χιού γκο. «Όχι, ο Σάιμον είμαι…» Η φωνή του ράγισε και η Χάριετ, δίνοντάς του χρόνο να ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία του, είπε: «Μα ναι, βέβαια, ο Σάιμον.Με θυμάσαι; Ανεβήκαμε παρέα στη Μεγάλη Πυραμίδα». Εκείνος εξακολουθούσε να μην μπορεί ν’ αρθρώσει λέξη και η Χάριετ, που διαισθάνθηκε την αιτία του πόνου του, τον έπιασε από το μπράτσο και τον οδήγησε σε μια καρέκλα. Ο Σάιμον κάθισε, πεταρίζοντας τα βλέφαρά του για να συγκρα τήσει τα δάκρυα που κυλούσαν αργά κι οδυνηρά – όχι σαν το άγριο ξέσπασμα των λυγμών που τον είχαν συνταράξει στην καρότσα του καμιονιού. Σκούπισε τα μάγουλά του με το μα ντίλι του και απολογήθηκε για την αδυναμία του. «Ήρθα να δω την Εντουίνα και να της πω… ότι ο Χιούγκο σκοτώθηκε». Ο Χασάν, ο υπηρέτης, ψοφώντας για δράματα, είχε χώσει το κεφάλι του στο άνοιγμα της πόρτας. Η Χάριετ, που είχε αναλάβει το νοικοκυριό, του είπε να φέρει το τρόλεϊ με τα ποτά. Καθώς το τσουλούσε στο σαλόνι, ο Χασάν περιεργάστη κε τον Σάιμον με συγκαλυμμένη περιέργεια και η Χάριετ τον διέταξε να φύγει. Έπειτα έδωσε στον Σάιμον μισό ποτήρι ουίσκι κι εκείνος, πίνοντάς το αργά, άρχισε να μιλάει κάπως πιο άνετα: «Είχαν πάει με μια περίπολο να μαζέψουν τους τραυματίες.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=