Η τριλογία του Λεβάντε
ΜΑΧΗ ΧΑΜΕΝΗ ΚΑΙ ΚΕΡΔΙΣΜΕΝΗ 321 Ο Σάιμον, τσουρουφλισμένος από τον ήλιο, λουσμένος στον ιδρώτα, αξύριστος, με τα μαλλιά και τα μάτια του γεμά τα άμμο, χρειαζόταν ένα μπάνιο, όμως ήταν τόσο βυθισμένος στην οδύνη του, ώστε δεν αισθανόταν την παραμικρή επιθυμία για οτιδήποτε. Ο υπάλληλος τον οδήγησε επάνω, σ’ ένα μικρό δωμάτιο μ’ ένα μπάνιο τόσο στενό, που η μπανιέρα χωρούσε ίσα ίσα, όπως το πόδι στο παπούτσι. Γέμισε την μπανιέρα και βυθίστηκε στο χλιαρό νερό σε κωματώδη κατάσταση, μέχρι που άκουσε το ξενοδοχείο να ξυπνάει. Από το παράθυρο του δωματίου του μπορούσε να δει ότι το έντονο κίτρινο χρώμα του απομεσήμερου είχε βαθύνει δί νοντας τη θέση του στην ώχρα του προχωρημένου απογεύμα τος. O χρόνος τού φαινόταν ότι είχε διασταλεί έτσι χαμένος όπως ήταν στην οδύνη του, ωστόσο εξακολουθούσε να είναι η μέρα που είχε σκοτωθεί ο Χιούγκο. Σ’ αυτόν τον ρυθμό, πώς θα άντεχε την υπόλοιπη ζωή του; Και για αρχή, πώς θα κατά φερνε να βγάλει τη βδομάδα που είχε μπροστά του; Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη του ξυρίσματος, περιμένοντας να δει τον εαυτό του σημαδεμένο από τα συναισθήματά του, το πρόσωπο όμως που του αντιγύρισε το βλέμμα ήταν ακόμη πολύ νέο, ηλιοκαμένο, κάπως τραχύ από τον άνεμο της ερή μου, αλλά ανέγγιχτο από τη θλίψη της ημέρας. Ήταν είκοσι χρονών. Ο Χιούγκο ήταν έναν χρόνο μεγαλύ τερος κι έμοιαζαν σαν δίδυμοι. Καθώς φαντάστηκε το σώμα του Χιούγκο να αποσυντίθεται στην άμμο, ένιωσε έναν σπασμό έξαλλης αγανάκτησης για τον πρόωρο θάνατό του. Ύστερα σκέφτηκε τους ανθρώπους που θα υπέφεραν μαζί του: τους γονείς του, τους συγγενείς του κι εκείνη την κοπέλα, την Εντουίνα, που τη σκεφτόταν ως το κορίτσι του Χιούγκο. Είχε δει την Εντουίνα την πρώτη φορά που έφτασε στο Κάιρο και, με τη διάθεσή του να φτιάχνει κάπως, συνειδητοποίησε πως τώρα είχε έναν καλό λόγο να την ξαναδεί.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=