Η τριλογία του Λεβάντε
1 Ο ΣάιμονΜπόλντερστοουν, πηγαίνοντας στο Κάιρο για την άδειά του, πέρασε δίπλα από τις Πυραμίδες στην Γκίζα την ώρα που τις σκέπαζε η αχλή της μεσημεριανής ζέστης. Την πρώτη φορά που τις είχε δει τον είχε κυριεύσει δέος μπροστά στο θαύμα, ωστόσο τώρα δεν είχε απομείνει πια κανένα θαύμα σ’ αυτόν τον κόσμο. Ο αδελφός του ο Χιούγκο είχε σκοτωθεί. Εκείνο το ίδιο πρωί, λίγες ώρες προτού χαράξει, είχε πεθάνει από ακατάσχετη αιμορραγία στη νεκρή ζώνη. Ο Σάιμον είχε σταματήσει ένα καμιόνι στον παραλιακό δρό μο ανατολικά του Ελ Αλαμέιν και, ολομόναχος πίσω στην κα ρότσα, έκλαψε ώσπου τον πήρε ο ύπνος. Υποχρεωμένος τώρα να αντικρίσει τους δύο φαντάρους που κάθονταν μπροστά, προσπάθησε να σκουπίσει τα σημάδια από τα δάκρυα, μα δεν τα κατάφερε καλά. Το καμιόνι σταμάτησε έξω από το ξενοδο χείο Μένα Χάους. Ο οδηγός στράφηκε προς τα πίσω για να μιλήσει στον Σάιμον και τον κοίταξε καλά καλά. «Σας έπιασε ο ήλιος, κύριε ανθυπολοχαγέ» είπε, λες και δεν είχαν ψηθεί όλοι από τον ήλιο αυτούς τους ατέλειωτους καλοκαιρινούς μήνες. «Θέλετε να σας αφήσουμε κάπου συ γκεκριμένα;» «Σε κάποιο φτηνό ξενοδοχείο, αν ξέρεις κανένα». Ο οδηγός πρότεινε το Ιντερνάσιοναλ και ο Σάιμον απάντησε: «Ωραία, άφησέ με εκεί». Διέσχισαν τα προάστια κι έφτασαν στο κέντρο του Καΐρου, όπου το καμιόνι σταμάτησε πάλι. Βρίσκονταν σε μια μοντέρ να πλατεία στη συμβολή τριών μικρών δρόμων όπου τα παλιά
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=