Η τριλογία του Λεβάντε
ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΤΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ 21 νους δίσκους του μπροστά στο πρόσωπο του Σάιμον. Αγόρια που δεν είχαν τίποτα να πουλήσουν του φώναζαν: «Ε, Τζορτζ, εσύ θέλεις, εγώ φέρω. Όλα φέρω». Στην αρχή τον διασκέδαζαν όλα αυτά, μετά όμως, καθώς ο ήλιος μεσουρανούσε, βαρέθηκε. Στους δρόμους φυσούσε ένας ζεστός αέρας γεμάτος άμμο και ιδρώτας κυλούσε στα μάγουλά του. Ένας άντρας έχωσε κάτω από τη μύτη του ένα καλάθι με βερίκοκα, όμως τον απέφυγε γνέφοντας αρνητικά. Παρατώντας τον Σάιμον, ο πωλητής στριφογύρισε το καλάθι του και το πίεσε πάνω σ’ έναν φαντάρο, που το έφτυσε. Ήταν ένα όμορφο χρυσαφένιο καλάθι γεμάτο κεχριμπαρένια φρού τα κι ο πωλητής ένιωθε περήφανος γι’ αυτό. Επέμεινε: «Β’ρί κοκα, Τζορτζ, σκέτο λουκούμ’. Σήμ’ρα φτηνά πολύ». Ο φα ντάρος, χώνοντας το χέρι του κάτω από το καλάθι, το τίναξε στον αέρα. Τα βερίκοκα κύλησαν στα πόδια των περαστικών κι ο πωλητής έτρεξε να τα μαζέψει θρηνολογώντας, κλαίγοντας με λυγμούς σχεδόν καθώς τα σήκωνε από το βρομερό πεζο δρόμιο. Ο φαντάρος έριξε μια λοξή ματιά στον Σάιμον, επιθε τική και ένοχη ταυτόχρονα, κι έσπευσε να χαθεί μες στο πλή θος. Αναρωτήθηκε αν έπρεπε να τον ακολουθήσει, να τον μαλώσει, να σημειώσει τ’ όνομα και τον αριθμό του, μα πώς ν’ αναγνωρίσει έναν βρετανό στρατιώτη ανάμεσα σε τόσους πολλούς; Όλοι έμοιαζαν μεταξύ τους, λες και είχαν έρθει από το ίδιο αγγλικό χωριό: Όχι ιδιαίτερα ψηλοί, με επιδερμίδα κοκκινισμένη κι ιδρωμένη, με τα μαλλιά, τα σορτς και τα που κάμισά τους να έχουν πάρει την ίδια ξεθωριασμένη από τον ήλιο κιτρινωπή απόχρωση, σουλατσάριζαν άσκοπα με ώμους κυρτούς από την απόγνωση, τσατισμένοι διαρκώς. Με την αυτάρκειά του να εξασθενεί όσο ανέβαινε η θερμο κρασία, ο Σάιμον πήρε τελικά ένα ταξί κι είπε στον οδηγό να τον πάει στο Γκάρντεν Σίτι. ***
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=