Η τριλογία του Λεβάντε

OL I V I A MANN I NG 20 γυναίκες όσο και οι άντρες, ανάμεσά τους όμως βρίσκονταν κι εκείνοι οι άλλοι Αιγύπτιοι τους οποίους είχε δει να πλατα­ γίζουν τις παντόφλες τους γύρω από τον σταθμό. Οι άντρες έρχονταν για να πουλήσουν, οι γυναίκες για να ζητιανέψουν. Και παντού υπήρχαν βρετανικά στρατεύματα, ξέμπαρκοι άντρες που δεν είχαν τίποτε άλλο να κάνουν πέρα από το να περιπλανιούνται στους δρόμους σέρνοντας τα πόδια τους και γκρινιάζοντας, χωρίς να έχουν λεφτά και κάπου να πάνε. Ήταν Κυριακή. Μερικά μαγαζιά ήταν ανοιχτά, μα στους δρόμους επικρατούσε η ληθαργική ατμόσφαιρα της αργίας. Ο Σάιμον είχε πάει κάποτε με το σχολείο του στο Παρίσι, και του φαινόταν πως εδώ ήταν ένα άλλο Παρίσι, όχι ακριβώς πραγμα­ τικό, που κατασκευάστηκε υπερβολικά γρήγορα κι αφέθηκε να αποσυντεθεί και να μαζέψει σκόνη. Δεν υπήρχε τίποτα που να μοιάζει με κήπο ή να δικαιολογεί το όνομα Γκάρντεν Σίτι. Θα έπρεπε να ζητήσει οδηγίες, αλλά ένιωθε νευρικότητα στην ιδέα να προσεγγίσει ανθρώπους που ίσως να μη γνώριζαν τη γλώσσα του και ντρεπόταν τους στρατιώτες, που ποτέ δεν ήξεραν πε­ ρισσότερα απ’ όσα έπρεπε. Έψαξε να βρει κάποιον αξιωματικό στον οποίο θα μπορούσε να μιλήσει με άνεση. Έβλεπε αξιωμα­ τικούς απ’ όλες τις συμμαχικές χώρες –Πολωνούς, Ελεύθερους Γάλλους, Ινδούς, Νεοζηλανδούς–, αλλά κανένας νεαρός χα­ μηλόβαθμος άγγλος αξιωματικός σαν εκείνον δεν περνούσε. Ηαίσθηση του νεοφερμένου που μάλλον απέπνεε ο Σάιμον, ή ίσως η αβεβαιότητά του, μάζευε γύρω του ζητιάνους και πλανόδιους πωλητές. Οι γυναίκες τον τραβολογούσαν δείχνο­ ντάς του μωρά με μάτια που του φαίνονταν βαμμένα με μαύ­ ρο μολύβι, αλλά κοιτώντας από πιο κοντά διαπίστωνε ότι ήταν μύγες. Του έχωναν στη μούρη στρατιωτικά ραβδιά, μυγοσκο­ τώστρες, στιλό, λες και είχε υποχρέωση να τ’ αγοράσει. «Κλεμ­ μένα» ψιθύρισε αυτός που πουλούσε τα στιλό. « Κλεμμένα! » Ο πωλητής των σερμπετιών βρόντηξε με πάταγο τους μπρούτζι

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=