Η τριλογία του Λεβάντε
OL I V I A MANN I NG 16 Ο Σάιμον στάθηκε τυχερός, ήταν μόνος του στο δωμάτιο, όταν όμως ξύπνησε μέσα στη νύχτα, θα χαιρόταν να είχε παρέα. Η θανατερή μυρωδιά στην ατμόσφαιρα του θύμισε γιατί τον είχαν φέρει εδώ. Είχε πάρει μέρος σε ψεύτικες μάχες στο Σόλσμπε ρι Πλέιν, τώρα όμως οι μάχες θα ήταν αληθινές. Οι πυροβολι σμοί θα ήταν πραγματικοί και οι σφαίρες θα μπορούσαν να σκοτώσουν. Η ίδια η έρημος δεν του ήταν τόσο άγνωστη, επει δή ο αδελφός του βρισκόταν εκεί σχεδόν δεκαοχτώ μήνες. Ο Χιούγκο στα γράμματα που έστελνε στο σπίτι έγραφε για τα τσάγια που έφτιαχναν, για τα κοτόπουλα της ερήμου, για τις κονσέρβες με το κορν μπιφ και τις μύγες. Τα περιέγραφε όλα πολύ κωμικά. Έλεγε ότι, μόλις έπαιρνες το συσσίτιό σου, το καπάκωνες αμέσως μ’ ένα τσίγκινο καπάκι, αλλά και πάλι έβρισκες μέσα περισσότερες μύγες παρά φαγητό. Ο Χιούγκο είχε επιβιώσει μια χαρά κι ο Σάιμον δεν πίστευε ότι θα πέθαινε. Ωστόσο υπήρχαν άντρες που έχαναν τη ζωή τους εκεί έξω. Νεαροί άντρες, σαν τον ίδιο και τον αδελφό του. Ξυπνώντας τα χαράματα, ο Σάιμον είχε την τύχη να βρει ένα στρατιωτικό καμιόνι που πήγαινε στο Χελουάν. Ενώ ο απλός κόσμος κοιμόταν ακόμη, βγήκαν από το Κάιρο και κα τευθύνθηκαν πάλι προς την έρημο. Σ’ αυτή τη χώρα η έρημος έμοιαζε να βρίσκεται παντού. Ο ήλιος ανέτειλε πάνω από τα σπίτια και φώτισε τους δρόμους μ’ ένα χλωμό, άδροσο φως. Οοδηγός, αφήνοντάς τον στο στρατόπεδο έξωαπό το Χελουάν, του είπε ότι, αν δεν έβρισκε κάποιο μεταφορικό μέσο να γυ ρίσει, θα μπορούσε να πάρει το τρένο. Εκείνος προχώρησε ανάμεσα σε καλύβες, περπατώντας στην ποδοπατημένη, βρό μικη άμμο, ώσπου έφτασε σ’ ένα μεγάλο καφετί κτίριο που έμοιαζε με κακοφτιαγμένο κέικ από λάσπη. Εδώ, σ’ ένα μικρό δωμάτιο, μπροστά από ένα μικρό τραπέζι, βρήκε τον ταγμα τάρχη Πέρι. Οταγματάρχης, που είχεπαχύηλιοκαμένοπρόσωποκι άσπρο
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=