Η τριλογία του Λεβάντε

ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΤΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ 13 σα άμμος. Καθώς το ταξίδι συνεχιζόταν αργά, η ζέστη έγινε αφόρητη και ο Σάιμον ένιωσε να λιώνει μέσα στα ρούχα του. Λαχταρούσε να κατέβει από το τρένο, γιατί φανταζόταν πως το νυχτερινό αεράκι θα ήταν δροσερό, αλλά όταν έφτασε στο Κάιρο η ατμόσφαιρα ήταν το ίδιο βαριά κι αποπνικτική όσο και στο βαγόνι. Περιμένοντας ταξί, εισέπνευσε την αψιά, ράθυμη ατμό­ σφαιρα της πόλης κι ένιωσε πόσο παράξενα ήταν όλα όσα τον περιέβαλλαν. Οι λάμπες του δρόμου ήταν βαμμένες μπλε. Φιγούρες με λευκές κελεμπίες σαν νυχτικά περνούσαν φευ­ γαλέα μες στο γαλάζιο σύθαμπο, με τις παντόφλες τους να πλαταγίζουν ηχηρά χτυπώντας στις πατούσες τους. Οι γυναί­ κες, τυλιγμένες στα μαύρα τους ρούχα, σχεδόν δεν διακρίνο­ νταν. Η περιοχή φαινόταν άθλια και μάλλον θα ήταν βρόμικη, αλλά πίστευε ότι στον στρατώνα θα βρισκόταν σε οικείο έδα­ φος. Έλπιζε ότι ο ταγματάρχης Πέρι θα ήταν εκεί να τον υπο­ δεχτεί. Όταν το ταξί τον άφησε μπροστά στην κεντρική πύλη, διαπίστωσε πως ήταν απλώς ένας ακόμα νεαρός αξιωματικός, ένα ακόμα πρόβλημα που είχε προστεθεί στην πολυπληθή σύγχυση που επικρατούσε. Πρόφερε το όνομα του Πέρι, στο οποίο είχε προσκολληθεί λες και ήταν σανίδα σωτηρίας, και ανακάλυψε ότι δεν ασκούσε καμία μαγεία. Ο υπάλληλος στο Γραφείο Κίνησης του είπε πως η μονάδα του έπρεπε να πα­ ρουσιαστεί στο Χελουάν. Ο στρατώνας είχε μετατραπεί σε κέντρο διερχομένων. Και πού βρισκόταν ο ταγματάρχης Πέρι; Ο υπάλληλος δεν γνώριζε. Μπορεί να ήταν στο Χελουάν, μπο­ ρεί να ήταν και στην Ηλιούπολη. «Αυτές τις μέρες γίνεται χαμός» είπε ο υπάλληλος και σκού­ πισε ανυπόμονα με το μαντίλι του το ιδρωμένο μέτωπό του. «Μπορείς όμως να με βολέψεις κάπου;» παρακάλεσε ο Σάιμον. «Θα προσπαθήσω». Ο άντρας κοίταξε τον Σάιμον λίγο πιο

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=