Η Τίγκι Θισλ και οι χαμένοι Φύλακες (Το Χρονικό των Φτερωτών Αλόγων)

19 «ΟΜπόκλιν ήταν ο τελευταίος ασβός του νερού» έλεγε συχνά η Ερνεστίν στην Τίγκι, όταν οι δυο τους κάθονταν δίπλα στη σόμπα, ενώ έξω λυσσομανούσε η χιονοθύελλα. «Όλοι εμείς πια είμαστε ασβοί του πάγου. Μου ζήτησε να σε φροντίζω». Η Τίγκι δε θυμόταν πια πόσες φορές είχε ρωτήσει για τους γονείς της και γιατί την είχαν αφήσει με τον Μπόκλιν. Το μόνο που της έλεγε η Ερνεστίν ήταν ότι θα το μάθαινε κάποτε... «…Ξέρω, ξέρω» αποκρινόταν η Τίγκι. «Όταν τα συν- νεφάλογα επιστρέψουν ή όταν έρθει η σωστή στιγμή». «Η δουλειά μου είναι να σε φροντίζω και να σε προ- στατεύω, κι αυτό σημαίνει πως πρέπει να μη μένεις έξω αφού βραδιάσει» έλεγε η Ερνεστίν «να αποφεύγεις τις παπουτσωμένες γάτες και να μην μπλέξεις ποτέ με τα ξωτικά ή τη μαγεία τους». Όταν η Υψηλή Δούκισσα κι οι κάτοικοι της Οινοπέ- στροφας έφυγαν, οι γάτες κυριεύσαν την πόλη. Ήταν ζωσμένες με σπαθιά και φορούσαν πλατύγυρα καπέλα και ακριβές μπότες, φτιαγμένες απ’ τα ξωτικά. Τα αλλό- κοτα αυτά πλάσματα ζούσαν στους υπονόμους κάτω από την πόλη και είχαν πάρει τις γάτες στη δούλεψή τους για να τους προμηθεύουν όλα όσα χρειάζονταν.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=