Η θυσία

HENRIK FEXEUS ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΝΑΤΣΗ η ΘΥΣΙΑ ΤΟ ΣΑΣΠΈΝΣ ΣΤΑ ΚΑΛΎΤΈΡΑ ΤΟΎ. ΣΎΝΑΡΠΑΣΤΙΚΟ.

Η θυσία

Πρώτη έκδοση Φεβρουάριος 2025 Τίτλος πρωτοτύπου Henrik Fexeus, Offerdjuret, Bookmark Förlag, Sweden 2024. Φιλολογική επιμέλεια Βασίλης Τζούβαλης Σχεδιασμός εξωφύλλου Σαβίνα Χριστοπούλου © 2024, Henrik Fexeus © 2024, Eκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ (για την ελληνική γλώσσα) Κατόπιν συμφωνίας με το Nordin Agency AB, Sweden. ISBN 978-618-03-4304-5 ΒOΗΘ. ΚΩΔ. ΜΗΧ/ΣΗΣ 84304 Κ.Ε.Π. 6192, Κ.Π. 21479 Το παρόν έργο πνευµατικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Ελληνικού Nόµου (N. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήµερα) και τις διεθνείς συµβάσεις περί πνευµατικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά οποιοδήποτε µέσο ή τρόπο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκµίσθωση ή δανεισµός, µετάφραση, διασκευή, αναµετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε µορφή (ηλεκτρονική, µηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκµετάλλευση του συνόλου ή µέρους του έργου. Eκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα τηλ.: 211 3003500 metaixmio.gr • [email protected] Κεντρική διάθεση Ασκληπιού 18, 106 80 Αθήνα τηλ.: 210 3647433 Bιβλιοπωλεία ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ • Aσκληπιού 18, 106 80 Aθήνα τηλ.: 210 3647433 • Πολυχώρος, Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα τηλ.: 211 3003580, fax: 211 3003581 Αστυνομικό

Henrik Fexeus H θυσία Μετάφραση Αγγελική Νάτση

7 Τότε Κρύβομαι πίσω από την κουρτίνα για να μη με δουν. Νιώθω άσχημα, γιατί ξέρω ότι εγώ έφταιγα, όμως δεν το έκανα επίτηδες. Καθώς περπατούν στην αυλή πηγαίνοντας στα αυτοκίνητά τους, το χαλίκι τρίζει κάτω από τα πόδια τους. Μακάρι να φύγουν από εδώ το γρηγορότερο, για να σταματήσει να με πονάει το στομάχι μου. Συνήθως, όταν τελειώνουν όλα, η μαμά μού δίνει παγωτό. Σήμερα όμως η μαμά θύμωσε. Είπε ότι, όταν κάνω διαφορετικά πράγματα, τα χαλάω όλα. Πρέπει να κάνω τα ίδια πράγματα, ενώ οι φίλοι της παρακολουθούν. Δεν καταλαβαίνω τον λόγο, μπορώ να κάνω διαφορετικά πράγματα ταυτόχρονα. Είναι πιο διασκεδαστικό. Αλλά η μαμά δεν συμφωνεί. Έτσι, δεν μου έδωσε παγωτό. Δεν πρόλαβα να καθίσω πολύ στον κάτω όροφο. Όχι ότι με πειράζει. Αυτοί που έρχονται γελάνε και κοιτάζουν τη μητέρα μου με τρόπο που δεν μου αρέσει. Δεν θέλω να συμμετέχω, αν δεν χρειάζεται. Δεν τους συμπαθώ. Τώρα κάθομαι στο δωμάτιό μου και κοιτάζω έξω από το παράθυρο. Οι φίλοι της μαμάς ανταλλάσσουν χειραψίες στην αυλή. Επιτέλους τα αυτοκίνητα αρχίζουν να φεύγουν. Το δωμάτιό μου είναι μια χαρά, αλλά είμαι πάντα εδώ. Μερικές φορές εύχομαι να μπορούσα να πάω κάπου αλλού, όχι μόνο να παίζω στο γρασίδι. Η αυλή και το δάσος δίπλα στο σπίτι είναι τεράστια και περνάω ωραία εκεί, αλλά ξέρω ότι υπάρχουν πράγματα πιο πέρα. Τα δέντρα γύρω από το σπίτι

HENRIK FEXEUS 8 δεν είναι ατέλειωτα, ούτε η λίμνη στο πίσω μέρος. Και αυτός ο χωματόδρομος στον οποίο χάνονται τα αυτοκίνητα οδηγεί κάπου. Θέλω να μάθω πού. Κοιτάζω τα κόκκινα πίσω φώτα του τελευταίου αυτοκινήτου μέχρι που δεν τα βλέπω πια. Επιτέλους δεν με πονάει πια το στομάχι. Ξεφυλλίζω ένα κόμικ. Σκίζω ένα χαρτί. Παίζω την μπλε κιθάρα που μου έκαναν δώρο, αλλά ακούγεται περίεργα και σταματάω. Η μαμά χτυπάει την πόρτα. Το περίμενα. «Πρέπει να μιλήσουμε» λέει πίσω από την κλειστή πόρτα. Η φωνή της ακούγεται αχνά, οι πόρτες στον επάνω όροφο είναι παλιές και χοντρές. Δεν μπαίνει καν στον κόπο να μπει μέσα. «Πρέπει συνεχώς να βρίσκω νέα πράγματα για να κρατάω το ενδιαφέρον τους ζωντανό» λέει. «Κι όταν είσαι έτσι, δεν βοηθάς καθόλου. Την επόμενη φορά θέλω να είσαι περισσότερο... συγκεντρωμένος. Αν δεν μπορείς ούτε αυτό, τότε σε τι μου χρησιμεύεις;» Ένα μέρος μου θέλει να απαντήσει. Είναι η μαμά μου, δεν μπορεί να μιλάει έτσι. Αλλά δεν θέλω να ξέρω τι θα συμβεί, αν η μαμά δεν με χρειάζεται πια. «Συγκεντρωμένος» ψιθυρίζω στον εαυτό μου. Νιώθω τη γεύση της λέξης. «Πρέπει να είμαι περισσότερο συγκεντρωμένος».

9 Δευτέρα Ο Ντάβιντ χρειάζεται ένα λεπτό για να ηρεμήσει η αναπνοή του. Ανοιγοκλείνει τα μάτια μέσα στο σκοτάδι και στρέφει το κεφάλι του για να κοιτάξει το ρολόι, αλλά το σώμα που βρίσκεται δίπλα του στο κρεβάτι εμποδίζει τη θέα στο περβάζι. Ανασηκώνεται στους αγκώνες και κοιτάζει. Οι κόκκινοι αριθμοί γράφουν 02:45. Είναι ακόμη νύχτα. Βυθίζεται ξανά στο μαξιλάρι και παρατηρεί ότι είναι βρεγμένο από τον ιδρώτα. Αναρωτιέται αν πάλι φώναζε, αν ούρλιαζε, όμως η φιγούρα στην άλλη πλευρά του κρεβατιού αναστενάζει βαθιά και πετάει από πάνω της τα σκεπάσματα. Δεν ξύπνησε. Κοιτάζει μέσα στο σκοτάδι, ψηλά στο ταβάνι. Αποκλείεται να καταφέρει να ξανακοιμηθεί. Δεν πήρε τα χάπια του πριν πέσει για ύπνο, εκείνη τη στιγμή ήταν και οι δύο απασχολημένοι με άλλα πράγματα. Τώρα όμως το μετάνιωσε. Η αδρεναλίνη κυλάει μέσα του ενεργοποιώντας κάθε του μυ, νιώθει ότι θέλει να το σκάσει. Ή να τσακωθεί. Κοιτάζει το περίγραμμα της Φλόρενς δίπλα του. Στο φως του φεγγαριού που μπαίνει στην κρεβατοκάμαρα μοιάζει σχεδόν αυτόφωτη, σαν να είναι φτιαγμένη από ασήμι. Τα μαλλιά της απλώνονται σαν βεντάλια στο μαξιλάρι και πλαισιώνουν τα σμιλεμένα χαρακτηριστικά της. Η όψη της του κόβει την ανάσα. Ευτυχώς που δεν τον βλέπει. Μάλλον μοιάζει υπερβολικά γελοίος. Γνωρίστηκαν πριν από μερικές βδομάδες μέσω μιας εφαρμογής. Κανείς τους δεν έψαχνε κάτι σοβαρό, εκείνη χώρισε πρόσφατα και αυτός έχει από καιρό σταματήσει να προσπαθεί

HENRIK FEXEUS 10 να κρατήσει μια σχέση. Συναντιούνται λοιπόν επί ίσοις όροις. Δεν δίνουν υποσχέσεις που διαρκούν περισσότερο από τις ώρες που περνούν μαζί. Εκείνη θέλει να βρίσκονται πάντα στο σπίτι του στη Βαλεντούνα – μάλλον εδώ νιώθει πιο άνετα απ’ ό,τι στο σπίτι της, γιατί μπορεί να φύγει όποτε θέλει. Η ώρα είναι περασμένη, ο Ντάβιντ απορεί που είναι ακόμη εκεί. Την κοιτάζει ξανά και η καρδιά χορεύει στο στήθος του. «Είσαι τριάντα πέντε» ψιθυρίζει από μέσα του. «Σταμάτα να συμπεριφέρεσαι σαν πιτσιρικάς. Ξέρεις ότι δεν υπάρχει καμία ελπίδα». Σηκώνεται αθόρυβα από το κρεβάτι και πηγαίνει στην κουζίνα. Περνάει από το σαλόνι, βλέπει το μισοτελειωμένο παζλ στο τραπεζάκι του σαλονιού και νομίζει ότι τον καλεί, αλλά αντιστέκεται στον πειρασμό και το προσπερνάει. Φτάνει στην κουζίνα, βάζει ένα ποτήρι νερό και το πίνει με μεγάλες γουλιές. Το παράθυρο της κουζίνας έχει θέα στην παιδική χαρά, γύρω από την οποία είναι χτισμένα όλα τα σπίτια της περιοχής. Το σπιτάκι αναρρίχησης με την τραμπάλα ξεχωρίζει στο φως του φεγγαριού και μοιάζει μυστηριώδες και απόκοσμο. Όποιος ζει εδώ πρέπει να έχει παιδιά και να κάθεται στο μπαλκονάκι και να τα κοιτάζει να παίζουν στο πάρκο, όχι να κάθεται γυμνός στην κουζίνα μέσα στη νύχτα προσπαθώντας να διώξει τους εφιάλτες του. Ο Ντάβιντ όμως δεν έχει παιδιά. Κανένας απόγονός του δεν πετάει αυτοκινητάκια στα άλλα παιδιά στην αμμοδόχο. Τρομάζει και μόνο στη σκέψη να είναι υπεύθυνος για κάποιον. Δεν θυμάται σχεδόν τίποτα από την παιδική του ηλικία. Πώς θα τολμούσε λοιπόν να αναλάβει την ευθύνη κάποιου άλλου; Ξέρει ότι σε κάποιους φαίνεται περίεργο που δεν έχει αναμνήσεις από τα παιδικά του χρόνια, ο ίδιος όμως δεν το θεωρεί πρόβλημα. Σχεδόν κανείς δεν θυμάται τίποτα από τα πρώτα πέντε χρόνια της ζωής του. Τι πειράζει λοιπόν αν, στην περίπτωσή του, πρόκειται για ακόμα πέντε ή εφτά χρόνια; Σιγά τη

H ΘΥΣΙΑ 11 διαφορά. Η ευτυχία ενός ανθρώπου δεν κρίνεται από μια παιδική ηλικία. Μαύρα χάλια, τώρα ξύπνησε για τα καλά. Από συνήθεια, ανοίγει το λάπτοπ που βρίσκεται στο τραπέζι της κουζίνας. Κοιτάζει το έντονο φως και χαμηλώνει τη φωτεινότητα της οθόνης. Κοιτάζει τα μέιλ του, παρόλο που ξέρει ότι αποκλείεται να έλαβε κάτι σημαντικό μέσα στη νύχτα. Τα περισσότερα νέα μηνύματα στα εισερχόμενα έχουν επισημανθεί ως σπαμ. Στην αρχή δεν το βλέπει, αλλά έχει λάβει και ένα κανονικό μέιλ, από κάποια Παουλίνα Μέντσερ. Πρώτη φορά ακούει αυτό το όνομα. Το θέμα του μηνύματος περιέχει μόνο μία λέξη: «Επικοινωνία». Η χρονική σήμανση λέει ότι στάλθηκε στις 02:14. Πριν από μισή ώρα, μέσα στη νύχτα. Πιθανόν είναι απλώς ένα σπαμ που κατάφερε να περάσει το φίλτρο, μάλλον διαφήμιση για κάποια ιστοσελίδα γνωριμιών με Ρωσίδες. Θέλει όμως να είναι σίγουρος, οπότε πίνει μία ακόμα γουλιά νερό, το ανοίγει και διαβάζει την πρώτη γραμμή. Γεια σου, Ντάβιντ, Δεν με ξέρεις, αλλά ο πατέρας μου ήξερε τη μητέρα σου στη Σμόλαντ. Συνοφρυώνεται και κατεβάζει το ποτήρι. Η μητέρα του είναι το τελευταίο πράγμα που θέλει να σκεφτεί αυτή τη στιγμή. Θα της μιλήσει αύριο στο τηλέφωνο, αυτό αρκεί. Τα μάτια του βαραίνουν, ο ύπνος έχει αρχίσει επιτέλους να ξαναβρίσκει τον δρόμο του, αλλά διαβάζει ακόμα δυο τρεις γραμμές. Πρέπει να επικοινωνήσω μαζί σου, για να συζητήσουμε αυτό που συνέβη όταν ήσουν μικρός. Ξέρω ότι το θέμα είναι ευαίσθητο, όμως αφορά τους γονείς μας...

HENRIK FEXEUS 12 Ο Ντάβιντ πνίγει ένα χασμουρητό. Άκου «το θέμα είναι ευαίσθητο». Για εκείνη, ίσως. Γι’ αυτόν, όχι. Ας λέει ότι θέλει αυτή η Παουλίνα, δεν του καίγεται καρφί. Δεν είναι παράλογος, ξέρει πολύ καλά ότι ούτε η μητέρα του ενδιαφέρεται. Κλείνει το μέιλ, κλείνει και το λάπτοπ και επιστρέφει στην κρεβατοκάμαρα, στη Φλόρενς. Στέκεται στο κατώφλι και την κοιτάζει για άλλη μια φορά όπως είναι ξαπλωμένη στο κρεβάτι του, γυμνή. Κουνάει το κεφάλι του για να διώξει τη σκέψη ότι η παρουσία της μοιάζει πολύ φυσική, σαν να ανήκει εκεί. Καλύτερα να μην του μπαίνουν ιδέες. Σε λίγες ώρες θα ξυπνήσει, θα ντυθεί και θα φύγει και δεν θα του αφιερώσει ούτε μία σκέψη μέχρι την επόμενη φορά που θα βρεθούν. Και δεν έχει κανένα πρόβλημα με αυτό. Κάθεται στην άκρη του κρεβατιού και ανοίγει το συρτάρι του κομοδίνου. Το βιβλίο είναι εκεί, όπως πάντα. Το βιβλίο που έχει από μικρός, ένα από τα ελάχιστα πράγματα που πήρε όταν έφυγε από το σπίτι. Το έχει πάντα μαζί του. Χαϊδεύει το εξώφυλλο και προσπαθεί να φανταστεί έναν εφτάχρονο Ντάβιντ να ξεφυλλίζει τις σελίδες και να ονειρεύεται κάποια περιπέτεια. Ως συνήθως, αποτυγχάνει παταγωδώς. Το βιβλίο δεν ξυπνά αναμνήσεις ούτε αναλαμπές ενός χαμένου παρελθόντος, μόνο τη φευγαλέα αίσθηση ότι κάποτε ήταν σημαντικό γι’ αυτόν. Κλείνει το συρτάρι και ξαπλώνει στο κρεβάτι, προσέχοντας να μην την ξυπνήσει. Προφανώς πρέπει να κοιμηθεί. Η Φλόρενς τον πλησιάζει ενστικτωδώς. Ακουμπάει το χέρι του στον ασημένιο γοφό της, νιώθει στο χέρι του το ζεστό και λείο δέρμα της. Το άγγιγμα μειώνει τα επίπεδα του άγχους του. Τα πόδια του αγγίζουν τα δικά της και την αγκαλιάζει. Τολμηρή κίνηση. Εκείνη αναστενάζει ικανοποιημένη. Όταν ξημερώσει, θα προσποιηθούν και οι δύο ότι δεν συνέβη τίποτα. Τη νύχτα όμως, όλα είναι αλλιώς.

13 Μόλις η Φλόρενς περνάει την πόρτα του διαμερίσματος στο Έστερμαλμ, χτυπάει το τηλέφωνο. Σίγουρα είναι η Λεοντίν, η μεγαλύτερη αδερφή της. Μόνο αυτή τηλεφωνεί τόσο νωρίς το πρωί. Φλόρενς και Λεοντίν. Γι’ αυτό ευθύνονται οι γονείς τους, οι οποίοι υπήρξαν πάντα φανατικοί γαλλόφιλοι. Όχι μόνο παντρεύτηκαν στο Παρίσι, αλλά λατρεύουν τις γαλλικές ταινίες και κάνουν πάντα διακοπές στην Προβηγκία ή τη Νίκαια. Η Φλόρενς είναι επίσης σίγουρη ότι καπνίζουν στα κρυφά άφιλτρα Gauloises. Φυσικά, στα παιδιά τους έδωσαν όσο το δυνατόν περισσότερο γαλλικά ονόματα. Η Φλόρενς ξέφυγε, όμως εκτός από τη Λεοντίν, η οποία είναι δέκα χρόνια μεγαλύτερή της και κανείς δεν τη φωνάζει Λέο, ούτε καν οι πιο στενοί της φίλοι, έχει μια άλλη αδερφή, τη Φιλομένα, που είναι οχτώ χρόνια μεγαλύτερη, την οποία αποκαλεί Φιλ είτε της αρέσει είτε όχι, και έναν αδερφό που τον λένε Μπερνάρ και είναι πιο κοντά ηλικιακά στην ίδια, καθώς είναι μόλις δύο χρόνια μικρότερός της. Τα αδέρφια δεν μπορούν να παραβλέψουν την ειρωνεία ότι οι γονείς τους φέρουν τα –εντελώς– σουηδικά ονόματα Άντερς και Σβέα. Απαντά στο τηλέφωνο ενώ ταυτόχρονα διαπιστώνει ότι τα ρούχα του Γκρέισον δεν κρέμονται στο χολ. Βέβαια, το γλυκερό του άρωμα πλανάται ακόμη στον αέρα, οπότε αποκλείεται να πέρασαν πολλές ώρες απ’ όταν έφυγε, κι ας ήξερε ότι κανονικά εκείνη θα ήταν στο διαμέρισμα ήδη από το προηγούμενο βράδυ και ότι ο ίδιος δεν έπρεπε να είναι εκεί. «Άι στον διάολο» μουρμουρίζει. «Ορίστε;» λέει η αδερφή της στο τηλέφωνο. «Συγγνώμη, δεν ήταν για σένα». «Το ελπίζω, αν θέλεις χριστουγεννιάτικα δώρα».

HENRIK FEXEUS 14 «Χριστουγεννιάτικα δώρα; Τον Οκτώβρη;» Η Φλόρενς προσπαθεί να ακούσει, αλλά το άρωμα την πνίγει και φουντώνει την οργή μέσα της, την οργή που νιώθει αυτόν τον καιρό για τον πρώην σύζυγό της. Σφίγγει τα δόντια και προσπαθεί να ανακτήσει τον έλεγχο. «Όχι, αλλά η μαμά και ο μπαμπάς αναρωτιούνται αν θα έρθεις για τα Χριστούγεννα» λέει η Λεοντίν. «Γι’ αυτό σε πήρα». Σε ένα δευτερόλεπτο, το μυαλό της Φλόρενς ξεκολλάει και η σκέψη του Γκρέισον εξαφανίζεται αυτόματα. Η παραμονή των Χριστουγέννων είναι πολύ μακριά, μόλις μπήκε το φθινόπωρο, αλλά στους γονείς τους αρέσει ο προγραμματισμός. Ο Άντερς και η Σβέα αψηφούν τις στατιστικές, όχι μόνο επειδή παραμένουν παντρεμένοι πάνω από σαράντα χρόνια, αλλά και επειδή είναι σχεδόν ανάρμοστα ερωτευμένοι μεταξύ τους. «Θα έρθω» λέει. «Αλλά αν ο μπαμπάς σκοπεύει να κάνει και φέτος δώρο στη μαμά διάφανο νεγκλιζέ, θα φύγω αμέσως. Πρέπει να τηρηθούν κάποια όρια ευπρέπειας». Η Λεοντίν γελάει στο αυτί της. «Θα διαβιβάσω το αίτημα» λέει. «Και… ίσως δεν χρειάζεται να ρωτήσω, αλλά να υποθέσω ότι θα έρθεις μόνη;» «Πήρα διαζύγιο πριν από μόλις έξι μήνες» λέει η Φλόρενς. «Πόσο γρήγορη νομίζεις ότι είμαι;» «Δόξα τω Θεώ που δεν πήρες το επίθετό του» λέει η Λεοντίν. «Ειλικρινά, ποτέ δεν κατάλαβα τι του βρήκες». Η Φλόρενς ξέρει ότι δεν είναι αλήθεια, η Λεοντίν είχε ενθουσιαστεί με τον πρώην σύζυγό της, όπως όλοι στην αρχή. Πάντως είχε εκτιμήσει το ότι η αδερφή της ήταν στο πλευρό της. «Το ξέρω, έπρεπε να εμπιστευτώ την πρώτη εντύπωση» λέει περπατώντας μέσα στο διαμέρισμα. Παντού ίχνη του Γκρέισον. Προσπαθεί να αναπνεύσει. Είχαν γνωριστεί στη Νομική Σχολή, όπου ο Γκρέισον ήταν κάτι σαν ροκ σταρ. Η οικογένειά του είχε μετακομίσει στη Σουηδία από

H ΘΥΣΙΑ 15 τις ΗΠΑ λίγα χρόνια νωρίτερα και όλα τα κορίτσια τον κυνηγούσαν, αλλά η Φλόρενς δεν ενδιαφερόταν στην αρχή. «Θυμάμαι ότι σε εκνεύριζε ένας συμφοιτητής, επειδή ήταν πολύ ρηχός και εξαιρετικά φιλόδοξος» λέει η Λεοντίν, γελώντας ξανά. «Βέβαια, όλοι οι συμφοιτητές σου κάπως έτσι ήταν». «Προς υπεράσπισή μου, θέλω να επισημάνω ότι είχε αλλάξει» λέει η Φλόρενς. Το είχαν συζητήσει αρκετές φορές. Ο πατέρας του Γκρέισον διαγνώστηκε με πάρκινσον. Όλα συνέβησαν πολύ γρήγορα. Τις τελευταίες βδομάδες πριν πεθάνει ο πατέρας του, ο Γκρέισον έγινε άλλος άνθρωπος. Δεν τον ενδιέφερε πια να συγκεντρώνει πάνω του τα βλέμματα στο Στούρεχοφ και, περισσότερες από μία φορές, η Φλόρενς τον πέτυχε στη βιβλιοθήκη να διαβάζει Ντάνιελ Ντένετ και άλλους φιλοσόφους. Οι άλλοι φοιτητές δεν ενθουσιάστηκαν με τον νέο, χαμηλών τόνων Γκρέισον που δεν άδειαζε μπουκάλια Pernod Ricard στο μπαρ, αλλά η Φλόρενς διαπίστωσε ότι τον εκτιμούσε. Και φυσικά, έμοιαζε ακόμη με την αμερικάνικη εκδοχή ενός Έλληνα θεού. Άρχισαν να μελετούν μαζί, και το ένα οδήγησε στο άλλο. «Δεν σε χάλασε που ήταν τόσο ωραίος» λέει αθώα η Λεοντίν. «Γουρούνι, αλλά ωραίος». «Σκάσε, θεία» λέει η Φλόρενς μπαίνοντας στην κουζίνα. Πάνω στον πάγκο της κουζίνας στέκουν τρία μπουκάλια Bollinger. «Μα...» αναφώνησε πριν προλάβει να συγκρατηθεί. «Δεν ήταν για σένα, Λεοντίν». Αυτή και ο Γκρέισον παντρεύτηκαν. Σιγά σιγά, η παλιά του συμπεριφορά επέστρεψε. Όταν η Φλόρενς άνοιξε το δικηγορικό γραφείο, της είπε –αυτολεξεί– ότι η καριέρα της του χαλούσε την εικόνα. Ότι δεν ένιωθε αρκετά άντρας. Σηκώνει τα μπουκάλια, για να σκουπίσει τη χυμένη σαμπάνια από τον πάγκο της κουζίνας.

HENRIK FEXEUS 16 «Ακούω ότι έχεις δουλειά» λέει η Λεοντίν. «Θα πω στη μαμά και στον μπαμπά ότι θα έρθεις. Και ότι απαγορεύονται τα νεγκλιζέ». Η αδερφή της σταματάει να μιλάει. Όμως δεν αντέχει και το ξεφουρνίζει, όπως πάντα: «Ευτυχώς που δεν κάνατε παιδιά» λέει και ξαναγελάει πριν κλείσει το τηλέφωνο, αυτή τη φορά όμως το γέλιο της είναι κάπως προσποιητό. Να το. Παιδιά. Η Λεοντίν έχει δύο εφήβους και παλεύει με όλους τους δαίμονες αυτής της ηλικίας. Η Φιλ έχει έναν γιο που θα κλείσει τα δέκα. Ο Μπερνάρ και η σύζυγός του δεν ήταν τόσο τυχεροί, κάνουν την τέταρτη απόπειρα εξωσωματικής. Κανένα από τα αδέρφια της δεν μπορεί να καταλάβει γιατί η Φλόρενς δεν έχει ακόμη παιδιά. Ξέρει ότι η ελπίδα τους θέριεψε όταν παντρεύτηκε, αλλά μετά το διαζύγιο ανησυχούν αισθητά. Φυσικά, κανείς τους δεν θέλει να τη ρωτήσει ευθέως, είναι πολύ καλοαναθρεμμένοι για κάτι τέτοιο, αλλά οι υπαινιγμοί τους είναι πολύ ενοχλητικοί. Υποψιάζεται ότι η σύζυγος του Μπερνάρ, η Χάνα, τη μισεί γιατί απορρίπτει κάτι που εκείνη και ο άντρας της αγωνίζονται τόσο σκληρά να αποκτήσουν. Από μία άποψη, τους καταλαβαίνει. Κανείς τους όμως δεν διάλεξε το επάγγελμά της. Δεν μπορείς να τα έχεις όλα. Έχει θέσει τις προτεραιότητές της και δεν θέλει να λυπάται γι’ αυτό. Είναι δύσκολο να βρει χρόνο και για παιδιά και για το γραφείο. Άσε που τώρα είναι πάλι μόνη της. Ανασηκώνει τα μπουκάλια Bollinger με τα ακροδάχτυλά της, ώστε να τα αγγίζει όσο το δυνατόν λιγότερο, και τα βάζει μέσα στη σακούλα ανακύκλωσης γυαλιού. Λόγω της στεγαστικής κρίσης στο κέντρο της πόλης, κρατούν το διαμέρισμα ενώ παράλληλα ψάχνουν και οι δύο για κάτι άλλο. Προς το παρόν το μοιράζονται με βάρδιες, θα έπρεπε να είχαν αλλάξει χτες. Το ότι η Φλόρενς επέστρεψε μόλις σήμερα το πρωί οφείλεται απο­

H ΘΥΣΙΑ 17 κλειστικά στο ότι την πήρε ο ύπνος στο σπίτι του Ντάβιντ. Δεν ξενοκοιμάται ποτέ. Ειδικά όταν η επόμενη μέρα είναι Δευτέρα. Η συμφωνία είναι ότι αφήνουν το διαμέρισμα όπως το βρήκαν, χωρίς ίχνος παρουσίας. Ωστόσο, ο πρώην σύζυγος είναι ειδικός στο να αφήνει πράγματα πίσω του, μικρές ενδείξεις της υπέροχης ζωής που φαίνεται να ζει αυτόν τον καιρό. Η Φλόρενς αφήνει με θόρυβο τη σακούλα με τα μπουκάλια δίπλα στην εξώπορτα. «Είμαι σίγουρη ότι το κάνει επίτηδες» μουρμουρίζει. Τρία μπουκάλια σαμπάνιας. Προφανώς έπρεπε να μεθύσει κάποια ασκούμενη φοιτήτρια νομικής. Πρέπει να πάει στη δουλειά. Μπαίνει στην κρεβατοκάμαρα, για να φορέσει καθαρά ρούχα που δεν μαρτυρούν νυχτερινές περιπέτειες, και εκεί βλέπει κάτι που κάνει τελικά τον θυμό της να ξεχειλίσει. Πάνω στο λευκό χαλί κείτεται ένα ανοιγμένο προφυλακτικό. Ομολογουμένως αχρησιμοποίητο, αλλά δεν έχει σημασία. Δεν βρίσκεται τυχαία εκεί. Σκέφτεται να τον καταγγείλει για παρενόχληση, αλλά η προσπάθειά του να δείξει ότι έχει το πάνω χέρι είναι πολύ αξιοθρήνητη. Φέρνει λοιπόν μια λαβίδα μπάρμπεκιου από την κουζίνα και σηκώνει με αυτή το προφυλακτικό. Δεν θα άγγιζε ποτέ τίποτα που ίσως βρέθηκε κοντά στο σώμα του Γκρέισον. Το βάζει σε έναν φάκελο μαζί με ένα σημείωμα. Γεια σου, Γκρέισον! Αυτό το άφησες στο πάτωμά μου. Σκέφτηκα ότι θα το ήθελες πίσω, γιατί φαίνεται αχρησιμοποίητο. Α, είδα τα μπουκάλια. Αν πρέπει να μεθάς τόσο τα κορίτσια για να σου κάτσουν, μήπως να αρχίσεις να χρησιμοποιείς φτηνότερο αφρώδες κρασί; Πάντα με καλή πρόθεση, Φλόρενς

HENRIK FEXEUS 18 Γράφει στον φάκελο τη διεύθυνση του γραφείου στo οποίo εργάζεται ο Γκρέισον, φροντίζοντας να γράψει το όνομα της εταιρείας πάνω από το δικό του, ώστε πριν το γράμμα φτάσει στον Γκρέισον να το ανοίξει η Σεσίλια, η οποία εργάζεται στη ρεσεψιόν και χειρίζεται την αλληλογραφία. Η Σεσίλια είναι στο πλευρό της Φλόρενς. Και είναι πολύ ομιλητική. Κοιτάζει το ρολόι και βλέπει ότι δεν έχει χρόνο ν’ αλλάξει. Δεν πειράζει. Έχει ήδη βάλει στην τσάντα της αποσμητικό και είδη μακιγιάζ, χώνει κι ένα καθαρό εσώρουχο και θυμάται να πάρει μαζί της το γράμμα. Ο Γκρέισον θα έπρεπε πια να το ξέρει. Κανείς δεν τα βάζει με τη Φλόρενς Τάπερ.

19 Η Παουλίνα κοιτάζει το μέιλ που έστειλε τη νύχτα. Το έχει ήδη μετανιώσει. Προσπάθησε τρεις φορές, τις δύο πρώτες το διέγραψε από τα εξερχόμενα πριν προλάβει να σταλεί. Αλλά τελικά, λίγο μετά τις δύο το πρωί, έγραψε κάτι που την ικανοποίησε. Κάτι που δεν έλεγε πολλά, ούτε λίγα. Τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Τώρα, πέντε ώρες αργότερα, δεν είναι τόσο σίγουρη. Δεν κοιμήθηκε όλη τη νύχτα, οπότε θα έπρεπε να είναι πολύ κουρασμένη, αλλά αυτό το καταραμένο μέιλ συνεχίζει να στριφογυρίζει στο μυαλό της, σαν σμήνος κουνουπιών που δεν μπορεί να το ξεφορτωθεί. Αν της είχε ζητήσει κάποιος άλλος να επικοινωνήσει με έναν άγνωστο υπό παρόμοιες συνθήκες, θα έλεγε όχι. Η μητέρα της ήταν όμως πάντα δίπλα της. Αν κάποιος φερόταν άσχημα στην Παουλίνα, ας πούμε κάποιος στο σχολείο ή ένας άδικος προπονητής στην ομάδα βόλεϊ, η μητέρα της ήταν εκεί, έτοιμη να τον κάνει κομματάκια. Ακόμα κι όταν η υγεία της χειροτέρεψε, ήταν πάντα έτοιμη να πολεμήσει για χάρη της. Κανείς δεν επιτρεπόταν να ενοχλεί την κόρη της. Η Παουλίνα πρέπει να το κάνει για χάρη της. Η μητέρα της ήταν βαριά άρρωστη έναν ολόκληρο χρόνο. Όταν πέθανε, πριν από δύο μήνες, η Παουλίνα βρήκε ένα γράμμα. Ήταν σ’ ένα συρτάρι του γραφείου και απευθυνόταν σ’ εκείνη. Ο φάκελος έγραφε «Να ανοιχτεί όταν πεθάνω». Η μητέρα της δεν είχε πει τίποτα γι’ αυτό όσο ζούσε. Στην αρχή η Παουλίνα πίστεψε ότι το γράμμα αφορούσε αλλαγές στη διαθήκη, όμως έκανε λάθος. Το περιεχόμενο της επιστολής περιείχε βέβαια κάποιο είδος κληρονομιάς, όχι όμως κάτι που θα περίμενε. Στο γράμμα ζητούσε από την κόρη της να επικοινωνήσει με κάποιον Ντάβιντ Λουντ στη Βαλεντούνα.

HENRIK FEXEUS 20 Χωρίς οδηγίες για το πώς θα το έκανε. Έψαξε «Ντάβιντ Λουντ, Βαλεντούνα» στο hitta.se και στο eniro.se, και βρήκε κάποιον. Υπέθεσε ότι ήταν το σωστό άτομο, είχε όμως επιλέξει να αποκρύψει τον αριθμό του τηλεφώνου του, έτσι βρήκε μόνο τη διεύθυνσή του. Χρειάστηκε να γκουγκλάρει άλλες τέσσερις φορές για να βρει την εταιρεία στην οποία εργαζόταν. Ευτυχώς, η εταιρεία είχε συνδέσμους ηλεκτρονικού ταχυδρομείου για τους υπαλλήλους της. Το μέιλ ήταν σίγουρα καλύτερος τρόπος επικοινωνίας από το τηλέφωνο, γιατί εκεί υπήρχε ο κίνδυνος να ακουστεί τρελή. Πώς μπορείς να πεις κάτι τέτοιο, χωρίς να φαίνεσαι εντελώς παλαβός; Όπως είπαμε, έκανε τρεις προσπάθειες για να γράψει ένα μέιλ. Το μειονέκτημα είναι ότι τώρα πρέπει να καθίσει όμορφα και ωραία στ’ αυγά της και να περιμένει απάντηση. Ξέρει απέξω το γράμμα της μητέρας της, αλλά το παίρνει από το τραπεζάκι και το διαβάζει. Διαβάζει πολλές φορές την τελευταία παράγραφο. Πρέπει όμως να είσαι προσεκτική. Να ξέρεις ότι γνωρίζουν ποια είσαι. Όταν ανακαλύψουν ότι μίλησες με τον Ντάβιντ Λουντ –και αυτοί οι άντρες είναι καλοί στο να ανακαλύπτουν τέτοια πράγματα–, θα καταλάβουν ότι ξέρεις. Πρέπει να προλάβεις. Θα σε κυνηγήσουν. Δεν ανέφερε κανένα όνομα, κανένα συγκεκριμένο άτομο που πρέπει να προσέχει. Αυτό σημαίνει ότι η Παουλίνα πρέπει να υποθέσει ότι μπορεί να την κυνηγά οποιοσδήποτε. Το ερώτημα είναι ποιος άλλος μπορεί να ξέρει. Ποιος έχει τα μάτια του πάνω της. Ποιος τη βλέπει τώρα. Το λάπτοπ έχει ήδη ένα μικρό αυτοκόλλητο που καλύπτει την κάμερα, αλλά δεν είναι σίγουρη ότι αυτό αρκεί. Υπάρχουν

H ΘΥΣΙΑ 21 πολλοί τρόποι να παρακολουθήσεις κάποιον. Η Ίσομπελ, η καλύτερή της φίλη, λέει ότι έχει την τάση να υπερβάλλει. Mάλλον έχει δίκιο. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι κανείς δεν την παρακολουθεί. Κοιτάζει έξω από το παράθυρο το ανθρώπινο πλήθος που πηγαίνει στη δουλειά ή στο σχολείο. Είναι πρωί, όλοι βρίσκονται σε κίνηση. Βλέπει όμως έναν άντρα με γκρι παλτό που περπατά πολύ πιο αργά από τους άλλους. Όταν προσπερνά το κτίριό της, σηκώνει το βλέμμα, σαν να ψάχνει κάτι. Η Παουλίνα οπισθοχωρεί ενστικτωδώς. Αυτό δεν είναι καλό. Δεν έπρεπε να στείλει το μέιλ. Νιώθει ότι έθεσε κάτι σε κίνηση. Κάτι μεγάλο και πολύ επικίνδυνο, που πια δεν μπορεί να το σταματήσει.

22 Ο Ντάβιντ δεν μπορεί να μη γελάσει, όταν ο Κρέσκιν τον κοιτάζει με βλέμμα γεμάτο προσποιητή δυστυχία. Τα τεράστια μάτια ανήκουν σ’ ένα γαλλικό μπουλντόγκ, γκρι με λευκές βούλες στην κοιλιά, που πιστεύει ότι το έργο της ζωής του είναι να απαιτεί την αμέριστη προσοχή του αφεντικού του, κάτι που ο Ντάβιντ συνήθως χαίρεται να δίνει. Αυτή τη στιγμή όμως κάθεται στο τραπέζι της κουζίνας και πίνει τον πρωινό του καφέ, κρατώντας ένα κομμάτι χαρτί που τον περίμενε εκεί. Στο μπροστινό μέρος είναι γραμμένο το όνομά του με καφετί μελάνι. Ασυνήθιστο χρώμα, αλλά ιδιαιτέρως κομψό. Μάλλον το άφησε η Φλόρενς. Συνήθως επικοινωνούν μέσω της λειτουργίας συνομιλίας στην εφαρμογή, θα μπορούσε να του στείλει μήνυμα εκεί, αλλά δεν το έκανε. Αφιέρωσε χρόνο, κάθισε κι έγραψε με το χέρι. Αυτό του αρέσει. Αλλά γιατί σήμερα; Αποκλείεται να ξέρει ότι σήμερα είναι μια ξεχωριστή μέρα. Μήπως της ανέφερε κάτι χτες; Ο Κρέσκιν στέκεται στα πίσω του πόδια με τα μπροστινά του πάνω στον μηρό του Ντάβιντ, εμφανώς δυσαρεστημένος. Ο Ντάβιντ πιάνει το σημείωμα και με τα δύο χέρια, σχεδόν με ευλάβεια, και το ξεδιπλώνει. Γράφει μόνο πέντε λέξεις: Σε περίπτωση που με χρειαστείς. Και μετά έναν τηλεφωνικό αριθμό. Τον διαβάζει δυνατά στον σκύλο, ο οποίος φαίνεται ελαφρώς εντυπωσιασμένος. «Μην ξινίζεις που δεν ήξερε τι μέρα είναι σήμερα» λέει ο Ντάβιντ. «Η Φλόρενς είναι γνωστή δικηγόρος. Ο χρόνος της είναι εξαιρετικά πολύτιμος και δεν τον αφιερώνει στον καθένα. Δεν είναι το είδος της γυναίκας που θα σκεφτόταν να δώσει τον αριθμό του τηλεφώνου της σε έναν κοινό θνητό. Αλλά...» Αλλά τον κρατάει στο χέρι του. Τον αριθμό της Φλόρενς που

H ΘΥΣΙΑ 23 τον ηρέμησε όταν ήταν ανήσυχος τη νύχτα. Της Φλόρενς που έφυγε χωρίς να πει αντίο. Σε περίπτωση που με χρειαστείς. Το κοφτό γάβγισμα του Κρέσκιν προδίδει ότι βιάζεται να κάνει την ανάγκη του και ότι νιώθει καταφρονημένος. «Θέλεις βόλτα;» λέει ο Ντάβιντ, αφήνοντας κάτω το σημείωμα. Ο σκύλος αρχίζει να χοροπηδά εκστασιασμένος σαν λαστιχένια μπάλα και το γεμάτο θλίψη βλέμμα του αντικαθίσταται από ένα άλλο που δηλώνει ξεκάθαρα ότι, αν ο Ντάβιντ δεν εκπληρώσει την υπόσχεσή του μέσα σε μισό λεπτό, τα μαξιλάρια του καναπέ του σαλονιού θα ανήκουν σύντομα στο παρελθόν. «Πρώτα πρέπει να ντυθώ» λέει στον Κρέσκιν. «Δεν θέλουμε να τρομάξουμε τα παιδιά του κόσμου». Ως προγραμματιστής, ο Ντάβιντ έχει την πολυτέλεια να εργάζεται από το σπίτι τις περισσότερες ημέρες της εβδομάδας και αυτό σημαίνει ότι ο Κρέσκιν συχνά απολαμβάνει πολύ μεγάλους περιπάτους. Σημαίνει επίσης ότι ο Ντάβιντ περνά ένα μεγάλο μέρος της μέρας με τη ρόμπα του. Ο Κρέσκιν κοντοστέκεται απότομα και γαβγίζει ξανά με νεύρα. Έπειτα βγαίνει στο χολ και παίρνει το λουρί του για να επισπεύσει την κατάσταση, ενώ ο Ντάβιντ μπαίνει στην κρεβατοκάμαρα και φοράει παντελόνι και μπλούζα. Άκουσε τη Φλόρενς να κάνει ντους στις πέντε το πρωί πριν φύγει, αυτός όμως κολλάει ακόμη ολόκληρος από τον χτεσινό εφιάλτη. Όταν ξαναβγαίνει στο χολ, ο Κρέσκιν περιμένει με το λουρί στο στόμα. Ο Ντάβιντ ανοίγει την εξώπορτα και ο ψυχρός αέρας του φθινοπωρινού πρωινού τον χτυπάει στο πρόσωπο, ενώ την ίδια στιγμή ο Κρέσκιν πέφτει στο γρασίδι σαν να τον χτύπησε κανόνι. Ο Ντάβιντ κλειδώνει την πόρτα πίσω τους και το κινητό του χτυπά. Βάζει τα Airpods του στ’ αυτιά του και αρχίζει να περπατά προς το εμπορικό κέντρο της Βαλεντούνα. «Ναι, Ντάβιντ» λέει.

HENRIK FEXEUS 24 «Γεια σου, Ντάβιντ. Η Έλεν είμαι». Ο Ντάβιντ μένει σιωπηλός για ένα δευτερόλεπτο. Φυσικά ήξερε ότι θα του τηλεφωνούσε, όμως ο ήχος της φωνής της τον ταράζει. Παίρνει μια βαθιά ανάσα. «Γεια σου, Έλεν» λέει προσπαθώντας να μην τρέμει η φωνή του. Η μητέρα του πάντα μισούσε να τη λέει μαμά. Από τότε που θυμάται τον εαυτό του, ήθελε να την αποκαλεί με το μικρό της όνομα. «Είμαι άνθρωπος, όχι λειτούργημα» του είπε κάποτε. Είναι μια από τις πρώτες του αναμνήσεις. Είχε μόλις ξεκινήσει το γυμνάσιο. «Ναι… Χρόνια πολλά, Ντάβιντ» λέει. «Άλλος ένας χρόνος». «Ευχαριστώ». Πέφτει πάλι σιωπή. Ο Κρέσκιν τραβάει το λουρί και ο Ντάβιντ προχωράει πιο γρήγορα. Κοιτάζει το ρολόι. Είναι περασμένες οχτώ. Το ζαχαροπλαστείο μόλις άνοιξε. «Τίποτε άλλο;» λέει σε λίγο. «Δεν θέλεις να μάθεις πώς είμαι από την τελευταία φορά που μιλήσαμε, πώς πάει η δουλειά ή κάτι τέτοιο;» «Για ποιον λόγο;» ρωτάει η μητέρα του. Η απορία στη φωνή της είναι ειλικρινής. Δεν ξέρει γιατί πίστευε ότι θα ήταν διαφορετικά αυτή τη φορά. Από τότε που θυμάται, η σχέση τους περιορίζεται σε επιφανειακή ευγένεια. Εδώ και πολύ καιρό έχει μάθει να μην πληγώνεται από την αδυναμία της να εκφράσει πιο ζεστά συναισθήματα ή ακόμα και ενδιαφέρον για τους άλλους, δεν μπορεί όμως παρά να ευχηθεί για μια φορά να ήταν όλα διαφορετικά. Να του έλεγε: Γεια σου, Ντάβιντ, είμαι η μαμά σου και σε αγαπώ, μοναχογιέ μου. Βέβαια θα ήταν σαν να ευχόταν παγκόσμια ειρήνη και να υπάρχουν στ’ αλήθεια μονόκεροι. Είναι σίγουρος ότι στη μητέρα του θα έπρεπε να γίνει κάποια διάγνωση και να δοθεί κάποια μορφή ιατρικής θεραπείας. Για μια στιγμή σκέφτεται να ανα­

H ΘΥΣΙΑ 25 φέρει το μέιλ που έλαβε κατά τη διάρκεια της νύχτας, ότι κάποιος ήθελε να συζητήσει προσωπικά της θέματα, αλλά αποκλείεται να την ενδιέφερε. «Δεν υπάρχει λόγος» της λέει. «Ευχαριστώ που τηλεφώνησες». Λίγα λεπτά αργότερα, μπαίνει μαζί με τον Κρέσκιν στο ζαχαροπλαστείο της Βαλεντούνα. Τα φρέσκα γλυκά στη γυάλινη βιτρίνα μυρίζουν υπέροχα. Μερικοί ηλικιωμένοι κάθονται στα τραπέζια και πίνουν καφέ. «Θα ήθελα ένα από αυτά τα καπκέικ με σοκολάτα και ροζ γλάσο» λέει στην κοπέλα πίσω από τον πάγκο, δείχνοντας ένα γλυκό που μοιάζει να περιέχει ζάχαρη για έναν χρόνο. «Έχω γενέθλια σήμερα».

ISBN: 978-618-03-4304-5 ΒΟΗΘ. ΚΩΔ. MHX/ΣΗΣ 84304 Ο τριανταπεντάχρονος προγραμματιστής Ντάβιντ Λουντ ζει μια ήσυχη, μοναχική ζωή, η σχέση του με τη μητέρα του είναι ανύπαρκτη και επισκέπτεται τακτικά τον ψυχολόγο του. Η ηρεμία του διαταράσσεται όταν μια άγνωστη επικοινωνεί μαζί του και ισχυρίζεται ότι έχει πληροφορίες για την παιδική του ηλικία και θέλει να τον συναντήσει. Ο Ντάβιντ προσπαθεί να αγνοήσει το μήνυμα, επειδή όμως δεν έχει αναμνήσεις από τα πρώτα δώδεκα χρόνια της ζωής του, υποκύπτει στην περιέργεια και απαντά. Όταν η γυναίκα εξαφανίζεται ξαφνικά, ο Ντάβιντ γίνεται ο βασικός ύποπτος για την εξαφάνισή της, ενώ ταυτόχρονα κάποιος τον κυνηγά, μαζί με όσους νοιάζεται. Το ρολόι μετράει αντίστροφα κι εκείνος πρέπει να μάθει πώς συνδέονται όλα αυτά με τις δικές του χαμένες παιδικές αναμνήσεις. Στη σκιά μιας δεκαετίας γεμάτης σκοτεινά μυστικά και μιας χαμένης παιδικής ηλικίας, κρύβονται ισχυροί παίκτες που είναι έτοιμοι να κάνουν τα πάντα για να μην αποκαλυφθεί η αλήθεια. Ποιος είναι ο Ντάβιντ Λουντ και γιατί του έκλεψαν τα παιδικά του χρόνια;

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=