Η θυσία

HENRIK FEXEUS 24 «Γεια σου, Ντάβιντ. Η Έλεν είμαι». Ο Ντάβιντ μένει σιωπηλός για ένα δευτερόλεπτο. Φυσικά ήξερε ότι θα του τηλεφωνούσε, όμως ο ήχος της φωνής της τον ταράζει. Παίρνει μια βαθιά ανάσα. «Γεια σου, Έλεν» λέει προσπαθώντας να μην τρέμει η φωνή του. Η μητέρα του πάντα μισούσε να τη λέει μαμά. Από τότε που θυμάται τον εαυτό του, ήθελε να την αποκαλεί με το μικρό της όνομα. «Είμαι άνθρωπος, όχι λειτούργημα» του είπε κάποτε. Είναι μια από τις πρώτες του αναμνήσεις. Είχε μόλις ξεκινήσει το γυμνάσιο. «Ναι… Χρόνια πολλά, Ντάβιντ» λέει. «Άλλος ένας χρόνος». «Ευχαριστώ». Πέφτει πάλι σιωπή. Ο Κρέσκιν τραβάει το λουρί και ο Ντάβιντ προχωράει πιο γρήγορα. Κοιτάζει το ρολόι. Είναι περασμένες οχτώ. Το ζαχαροπλαστείο μόλις άνοιξε. «Τίποτε άλλο;» λέει σε λίγο. «Δεν θέλεις να μάθεις πώς είμαι από την τελευταία φορά που μιλήσαμε, πώς πάει η δουλειά ή κάτι τέτοιο;» «Για ποιον λόγο;» ρωτάει η μητέρα του. Η απορία στη φωνή της είναι ειλικρινής. Δεν ξέρει γιατί πίστευε ότι θα ήταν διαφορετικά αυτή τη φορά. Από τότε που θυμάται, η σχέση τους περιορίζεται σε επιφανειακή ευγένεια. Εδώ και πολύ καιρό έχει μάθει να μην πληγώνεται από την αδυναμία της να εκφράσει πιο ζεστά συναισθήματα ή ακόμα και ενδιαφέρον για τους άλλους, δεν μπορεί όμως παρά να ευχηθεί για μια φορά να ήταν όλα διαφορετικά. Να του έλεγε: Γεια σου, Ντάβιντ, είμαι η μαμά σου και σε αγαπώ, μοναχογιέ μου. Βέβαια θα ήταν σαν να ευχόταν παγκόσμια ειρήνη και να υπάρχουν στ’ αλήθεια μονόκεροι. Είναι σίγουρος ότι στη μητέρα του θα έπρεπε να γίνει κάποια διάγνωση και να δοθεί κάποια μορφή ιατρικής θεραπείας. Για μια στιγμή σκέφτεται να ανα­

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=