HENRIK FEXEUS 12 Ο Ντάβιντ πνίγει ένα χασμουρητό. Άκου «το θέμα είναι ευαίσθητο». Για εκείνη, ίσως. Γι’ αυτόν, όχι. Ας λέει ότι θέλει αυτή η Παουλίνα, δεν του καίγεται καρφί. Δεν είναι παράλογος, ξέρει πολύ καλά ότι ούτε η μητέρα του ενδιαφέρεται. Κλείνει το μέιλ, κλείνει και το λάπτοπ και επιστρέφει στην κρεβατοκάμαρα, στη Φλόρενς. Στέκεται στο κατώφλι και την κοιτάζει για άλλη μια φορά όπως είναι ξαπλωμένη στο κρεβάτι του, γυμνή. Κουνάει το κεφάλι του για να διώξει τη σκέψη ότι η παρουσία της μοιάζει πολύ φυσική, σαν να ανήκει εκεί. Καλύτερα να μην του μπαίνουν ιδέες. Σε λίγες ώρες θα ξυπνήσει, θα ντυθεί και θα φύγει και δεν θα του αφιερώσει ούτε μία σκέψη μέχρι την επόμενη φορά που θα βρεθούν. Και δεν έχει κανένα πρόβλημα με αυτό. Κάθεται στην άκρη του κρεβατιού και ανοίγει το συρτάρι του κομοδίνου. Το βιβλίο είναι εκεί, όπως πάντα. Το βιβλίο που έχει από μικρός, ένα από τα ελάχιστα πράγματα που πήρε όταν έφυγε από το σπίτι. Το έχει πάντα μαζί του. Χαϊδεύει το εξώφυλλο και προσπαθεί να φανταστεί έναν εφτάχρονο Ντάβιντ να ξεφυλλίζει τις σελίδες και να ονειρεύεται κάποια περιπέτεια. Ως συνήθως, αποτυγχάνει παταγωδώς. Το βιβλίο δεν ξυπνά αναμνήσεις ούτε αναλαμπές ενός χαμένου παρελθόντος, μόνο τη φευγαλέα αίσθηση ότι κάποτε ήταν σημαντικό γι’ αυτόν. Κλείνει το συρτάρι και ξαπλώνει στο κρεβάτι, προσέχοντας να μην την ξυπνήσει. Προφανώς πρέπει να κοιμηθεί. Η Φλόρενς τον πλησιάζει ενστικτωδώς. Ακουμπάει το χέρι του στον ασημένιο γοφό της, νιώθει στο χέρι του το ζεστό και λείο δέρμα της. Το άγγιγμα μειώνει τα επίπεδα του άγχους του. Τα πόδια του αγγίζουν τα δικά της και την αγκαλιάζει. Τολμηρή κίνηση. Εκείνη αναστενάζει ικανοποιημένη. Όταν ξημερώσει, θα προσποιηθούν και οι δύο ότι δεν συνέβη τίποτα. Τη νύχτα όμως, όλα είναι αλλιώς.
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=