Η τελευταία μαύρη γάτα - Επετειακή έκδοση

ιστιοφόρο φορτωμένο κασέλες με λυθρίνια και σαρδέλες και θα γύριζα όλο τον ντουνιά απ’ άκρη σ’ άκρη. Θα περνούσα ζωή χαρισάμενη στα πέρατα του κόσμου. Θα γευόμουν εξωτικά φεγγαρόψαρα σε τροπικά λιμάνια, θα σκαρφά- λωνα σε ψαροκοκαλόδεντρα σε παραμυθένιες ζούγκλες και θα αγαπιόμουνα με παθιάρες γά- τες στο Σιάμ, το Aφγανιστάν και την Περσία. Aλλά δυστυχώς το όνειρο έμεινε όνειρο, επειδή η θάλασσα μου προκαλούσε ναυτία. Σήμερα βέβαια είναι ήρεμη σαν λάδι προτού το ρίξουν στο τηγάνι για να τηγανίσουν παλα- μίδες και το αντιφέγγισμα των αστεριών παι- χνιδίζει στην ακύμαντη επιφάνειά της. Tον χει- μώνα όμως η ίδια αυτή θάλασσα, Θεέ μου, πώς αλλάζει, φουρτουνιάζει, θεριεύει, αγριεύει, μανιασμένα κύματα σηκώνονται ίδια βουνά θεόρατα, ο ένας τυφώνας διαδέχεται τον άλλο και για τρεις τέσσερις μήνες ούτε καράβι, ούτε καΐκι, ούτε κανένα άλλο πλεούμενο μπορεί να πλησιάσει στο νησί μας. Aπό κει ψηλά, λοιπόν, κόβω, που λέτε, κίνηση. Λίγο παρακάτω στα δεξιά μου, μπορώ να διακρί- νω καθαρά το ασβεστωμένο κτίριο της ψαροτα- βέρνας «O Kόκκινος Kοκοβιός», και από το φω- τισμένο παράθυρο της κουζίνας, τη σκιά του μά- γειρα, του κυρ Aνέστη, που καθαρίζει ανύποπτος H τελευταία μαύρη γάτα 16

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=