Η συμφωνία των ονείρων

Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ 13 γκριζάδα. Μόρφασε απανωτά με τη μύτη της σαν κάτι να οσφριζόταν, σήκωσε το δεξί της φρύδι έτοιμη κάτι να ψιθυ- ρίσει, όμως σιώπησε. Ήταν επιρρεπής σε αυθόρμητους ή εσκεμμένους μορφασμούς όταν απαξίωνε ή αρνιόταν να μιλήσει, οι οποίοι έκρυβαν ή υπαινίσσονταν αβέβαια ό,τι ένιωθε ή όσα σκεφτόταν. Έκλεισε το εικονοστάσι με αργές κινήσεις και τοποθέτησε προσεκτικά το μισόσβηστο θυμιατό στο έξω περβάζι του παραθύρου. Η πρωινή ομίχλη είχε διαλυθεί αλλά η υγρασία τής τύλιξε το πρόσωπο και τη συνέφερε από την κλεισούρα. Επισκέφθηκε τη φρεσκοβαμμένη βεραμάν σαλοτραπεζαρία και βεβαιώθηκε ότι δεν ήταν του γούστου της· αχ πόσο επι- πόλαια είχε υποχωρήσει στην επιθυμία του γιου της να φρε- σκάρουν το σπίτι. Η ματιά της στάθηκε στη νύφη της τη Μαρία που είχε βάλει το ραδιόφωνο και γερμένη δίπλα του άκουγε τις ειδήσεις, ως συνήθως σε χαμηλή ένταση για να μην την ενοχλεί. Την πλησίασε και με μια απλή κίνηση, δίχως σχόλιο, έκλεισε το ραδιόφωνο. Σφάλισαν την πόρτα της σα- λοτραπεζαρίας που άνοιγε μόνο την Κυριακή το μεσημέρι ή όταν είχαν επισκέψεις κι επέστρεψαν στο δωμάτιό της όπου περνούσαν τη μέρα τους αντάμα. Συνήθως εκεί αλλά και στην κουζίνα. Κάθισε στη γωνιά της και πήρε στα γόνατα το τελάρο με το κέντημα. Η Μαρία την κοιτούσε φανερά απογοητευμένη ώσπου δεν άντεξε και με μειλίχιο τρόπο είπε: «Καλέ μητέρα, πόλεμο έχουμε, να μη μαθαίνουμε τι συμ- βαίνει, σκοτώνονται ανθρώποι».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=