Η συμφωνία των ονείρων

Η γιαγιά Μαριάνθη έσυρε τις παντόφλες της μέχρι το εικο- νοστάσι. Έτσι τις έσερνε μόνο όταν προσέτρεχε να προσευ- χηθεί, σαν να ήταν το σούρσιμο ένας πρόσθετος τρόπος ευ- λαβούς συμπεριφοράς απέναντι στα θεία, γιατί σε οποιαδή- ποτε άλλη περίσταση δεν το συνήθιζε. Στα πενήντα τέσσερά της ανέβαινε δυο δυο τα σκαλιά του διώροφου σπιτιού της για την καθημερινή επίσκεψη στη μικρή της κόρη Θεοδώρα, και με ένα σάλτο πατώντας τα ζιγκιά* καβαλούσε το μουλά- ρι όποτε αποφάσιζε να επισκεφτεί τα κτήματα και το πατρι- κό της στο Ανήλιαστο, ένα ρημαγμένο χωριό στο υψίπεδο, κοντά τέσσερις ώρες απόσταση από την πόλη. Συμπλήρωσε το λάδι στο καντήλι, καθάρισε με προσοχή μια στάλα που είχε στάξει από κάτω στο πιατάκι και άναψε το θυμιατό δίχως τσιγκουνιές στη δόση λιβανιού που ως συνήθως έπνιγε το σπίτι και έφτανε μέχρι τα παράθυρα της Θεοδώρας. Έκανε τον σταυρό της με αργές κινήσεις τρεις φορές κι απόμεινε εκεί ακίνητη, βουβή, να διαλογίζεται, κάθε τόσο να βαριανασαίνει, με υγραμένα μάτια να κινεί ανεπαίσθητα αραιά και πού τα χείλη. Δεν αντιλήφθηκε έτσι όπως ήταν απορροφημένη τη θυγατέρα της που μόλις είχε κατεβεί και με αργό αβέβαιο βηματισμό στάθηκε πίσω της σε στάση προσευχής κάνοντας τον σταυρό της. Όμως καθώς περνούσε η ώρα, η Θεοδώρα ένιωσε ότι επαναλαμβανόταν,

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=