Η στοιχειωμένη ταινία (Αόρατοι ρεπόρτερ)

12 τό, απλώς ήλπιζε ότι δε θα συνέβαινε τόσο νωρίς. Με γρήγορες κινήσεις άνοιξε την κρυψώνα και έριξε μέσα σκόρπιες σελίδες. Τις άφησε με θεατρικές κινήσεις, σαν να έριχνε βιβλία στην πυρά. Το χτύπημα ξανακούστηκε, αλλά αυτή τη φορά δεν ήταν ευγενικό. Ακουγόταν σαν κάποιος να προσπαθούσε να ξεριζώσει την καταπακτή. Ο Αλεξανδρής έτρεξε στο σαλόνι κι έσβησε τα φώτα. Σχημάτισε έναν αριθμό στο κινητό του. «Ναι;» είπε βια­ στικά. «Τον σκηνοθέτη θα ήθελα». Μια φωνή τού απά­ ντησε ότι κάνει λάθος. Περίεργο. Κοίταξε τον αριθμό – είχε πάρει σωστά, στο ίδιο νούμερο που έπαιρνε κάθε μέρα τους τελευταίους τέσσερις μήνες. «Τον κύριο Αλε­ ξίου. Τον κύριο Αλέξη Αλεξίου! Ξέρω ότι είναι εκεί». Η γυναικεία φωνή που είχε απαντήσει κόμπιασε για λίγο. Και μετά μ’ ένα μικρό γελάκι είπε: «Κύριε Αλεξαν­ δρή, είμαι έξω απ’ το σπίτι σας. Ελέγχω το τηλέφωνό σας, όπως και τη ζωή σας. Τώρα θα ρίξω την πόρτα και θα μπω μέσα και τότε… Αντίο, κύριε Αλεξανδρή». Ο άντρας πέταξε το κινητό του μακριά, σαν να είχε πάθει ηλεκτροπληξία. Έψαξε μέρος για να κρυφτεί. Η καταπακτή του σπιτιού έσπασε με κρότο και μια ανα­ τριχιαστική φωνή –που δεν ήταν δυνατόν να έβγαινε από ανθρώπινο λαρύγγι– ούρλιαξε λόγια ακατάληπτα. Στην ντουλάπα. Εκεί ίσως να μην τον έβρισκαν. Να μην τον έβρισκαν αμέσως. Χώθηκε μέσα και θυμήθηκε τότε που ήταν παιδί. Πριν από εξήντα χρόνια. Που κρυ­ βόταν στην ντουλάπα του σπιτιού του, παίζοντας με τ’

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=