Η στοιχειωμένη ταινία (Αόρατοι ρεπόρτερ)
9 Ο Θεόφιλος Αλεξανδρής βιαζόταν. Βιαζόταν πολύ. Χτυ πούσε τα πλήκτρα της παλιάς, κόκκινης γραφομηχανής του με λύσσα, όσο πιο γρήγορα μπορούσε. «Πρέπει να προλάβω» μουρμούριζε κάθε τόσο και τα δάχτυλά του πληκτρολογούσαν τις λέξεις σαν μανιασμένα, λες και εί χαν τη δική τους ζωή και έτρεχαν για να σωθούν. Κάθε τόσο, όταν έφτανε στο τέλος μιας σελίδας, σηκωνόταν απ’ το γραφείο του και πήγαινε να την κρύψει. Ξαναγυρ νούσε τρέχοντας και συνέχιζε τη δουλειά του. Πλάι στο γραφείο υπήρχε μια ξύλινη προθήκη με τα βιβλία του. Αγαπούσε τα βιβλία του, ήταν περήφανος γι’ αυτά. Δίπλα τους είχε τοποθετήσει προσεκτικά την πλα κέτα του βραβείου Νόμπελ – ήταν ένας απ’ τους ελάχι στους Έλληνες λογοτέχνες που είχε τιμηθεί μ’ αυτή τη διάκριση. Πάνωαπ’ το γραφείο του είχε κορνιζωμένες τις αφίσες απ’ τις ταινίες των οποίων το σενάριο είχε γράψει. Αγαπούσε τα βιβλία του, αυτά τον είχαν κάνει διάσημο, αλλά πιο πολύ διασκέδαζε να γράφει σενάρια για φιλμ. Είχε συνεργαστεί με αρκετούς Ευρωπαίους σκηνοθέτες και είχε πάρει και αρκετά βραβεία για τα σενάριά του. Του άρεσε να γράφει για τα σημαντικά θέματα της
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=