Η στενή πύλη

A N D R É G I D E 10 μου, στη συνέχεια συνοδός της και τελικά φίλη της. Εγώ μεγάλωνα μαζί με αυτές τις δυο γυναίκες που είχαν το ίδιο γλυκό και θλιμμένο ύφος και τις οποίες δεν μπορώ να φέ- ρω στο μυαλό μου παρά μόνο ντυμένες στα μαύρα. Μια μέρα, και νομίζω μάλιστα αρκετό διάστημα μετά τον θά- νατο του πατέρα μου, η μητέρα μου αντικατέστησε με μια μοβ τη μαύρη κορδέλα της πρωινής της σκούφιας: «Αχ μαμά!» φώναξα «καθόλου δεν σου πάει αυτό το χρώ- μα!». Την άλλη μέρα φορούσε πάλι τη μαύρη κορδέλα. Ήμουν ασθενικό παιδί. Αφού δεν έγινα τεμπέλης μετά τις τόσες περιποιήσεις της μητέρας μου και της μις Άσμπερτον, η οποία έκανε ό,τι μπορούσε για να μην κουραστώ, αυτό σημαίνει πως μου άρεσε πραγματικά η δουλειά. Με το που έφτιαχνε ο καιρός, αποφαίνονταν ότι έπρεπε να εγκατα- λείψω την πόλη, ότι είχα χάσει το χρώμα μου. Κατά τα μέσα Ιουνίου, φεύγαμε για το Φονγκεζμάρ, στα περίχωρα της Χάβρης, όπου μας φιλοξενούσε κάθε καλοκαίρι ο θείος Μπυκολέν. Μέσα σ’ έναν κήπο ούτε πολύ μεγάλο ούτε και πολύ ωραίο, που δεν διαφέρει σε τίποτα από πολλούς άλλους νορμανδικούς κήπους, το διώροφο, άσπρο σπίτι τωνΜπυ- κολέν μοιάζει με πολλά εξοχικά του προτελευταίου αιώνα. Καμιά εικοσαριά παράθυρα βλέπουν στο μπροστινό μέρος του κήπου, προς την ανατολή. Άλλα τόσα, πίσω. Στα πλά- για, δεν έχει. Τα τζάμια σχηματίζουν μικρά τετράγωνα:

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=