Η στενή πύλη

A N D R É G I D E 16 Η Λυσίλ Μπυκολέν συμμετείχε ελάχιστα στη ζωή μας. Κατέβαινε από το δωμάτιό της μόνο μετά το μεσημεριανό γεύμα. Αμέσως έγερνε σε κάποιον καναπέ ή σε καμιά αιώ- ρα, έμενε ξαπλωμένη μέχρι το βράδυ και δεν ξανασηκωνό- ταν παρά μόνο όταν έπληττε. Στο μέτωπό της, που ήταν ωστόσο εντελώς στεγνό, ακουμπούσε καμιά φορά ένα μα- ντίλι σαν να ήθελε να σκουπίσει τον ιδρώτα. Έβρισκα εξαι- ρετικά γοητευτικό αυτό το τόσο φίνο και ευωδιαστό μαντί- λι του οποίου το άρωμα θύμιζε μάλλον φρούτο παρά λου- λούδι. Καμιά φορά, έβγαζε από τη ζώνη της έναν μικρο- σκοπικό καθρέφτη με συρόμενο ασημένιο σκέπασμα, που κρεμόταν από την αλυσίδα του ρολογιού της μαζί με διά- φορα άλλα αντικείμενα. Κοιταζόταν, έβαζε το δάχτυλο στα χείλη, έπαιρνε λίγοσάλιοκαι μούσκευε τις άκρες τωνματιών της. Συχνά κρατούσε κάποιο βιβλίο, ένα βιβλίο όμως σχεδόν πάντοτε κλειστό. Στο εσωτερικό του, ένας σελιδοδείκτης από ταρταρούγα ήταν πιασμένος ανάμεσα σταφύλλα. Όταν την πλησίαζες, δεν έβγαινε από την ονειροπόλησή της για να γυρίσει να σε κοιτάξει. Συχνά, απ’ το χέρι της, από το μπράτσο του καναπέ, από μια πιέτα της φούστας της, της έπεφτε από αμέλεια ή από κούραση το μαντίλι, το βιβλίο, κάποιο λουλούδι ή ο σελιδοδείκτης.Μια μέρα, μαζεύοντας αποκάτω το βιβλίο –εδώ σας παραθέτω μια παιδική μου ανάμνηση–, μόλις είδα πως επρόκειτο για στίχους, έγινα κατακόκκινος. Το βράδυ, μετά το δείπνο, η Λυσίλ Μπυκολέν δεν πλη- σίαζε το οικογενειακό τραπέζι αλλά, καθισμένη στο πιάνο, έπαιζε αυτάρεσκα αργές μαζούρκες του Σοπέν. Καμιά φο-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=