Η στενή πύλη

A N D R É G I D E 14 «Και το κόκκινο σάλι που φορούσε στους ώμους της το θεωρείτε “πένθιμο” κι αυτό; Αγαπητή Φλώρα, με βγάζετε απ’ τα ρούχα μου!» φώναζε η μητέρα μου. Έβλεπα τη θεία μου μόνο στις διακοπές και σίγουρα ευθυνόταν η καλοκαιρινή ζέστη για τις αραχνοΰφαντες και αποκαλυπτικές μπλούζες με τις οποίες τη θυμάμαι πάντα. Πιο πολύ όμως κι από τις εσάρπες με τα έντονα χρώματα, εκείνο που σκανδάλιζε τη μητέρα μου ήταν το βαθύ της ντεκολτέ. Η Λυσίλ Μπυκολέν ήταν πολύ όμορφη. Ένα μικρό πορ- τρέτο της που έχω φυλάξει μού τη δείχνει όπως ακριβώς ήταν τότε, με ύφος τόσο νεανικό που θα την έπαιρνε κανείς για τη μεγαλύτερη αδερφή των κοριτσιών της, καθισμένη στο πλάι, στη συνηθισμένη της στάση: το κεφάλι να ακου- μπάει γέρνοντας πάνω στο αριστερό χέρι και το μικρό δά- χτυλο ναζιάρικα λυγισμένο προς τα χείλη. Ένα χοντρό φιλέ συγκρατεί τα πλούσια, φουσκωμένα της μαλλιά, απ’ τα οποία τα μισά ξεχύνονται στο σβέρκο. Στο λαιμό κρέμεται, από μια χαλαρή μαύρη βελούδινη κορδέλα, ένα ιταλικό μενταγιόν από σμάλτο. Η μαύρη, βελούδινη ζώνη με τον φαρδύ και φουντωτό φιόγκο, το μαλακό, πλατύγυρο ψάθι- νο καπέλο κρεμασμένο από το κορδόνι του στην πλάτη της καρέκλας, όλα ενισχύουν την εντύπωση της παιδικότητας. Στο δεξί της χέρι, που κρέμεται, κρατάει ένα βιβλίο. Η Λυσίλ Μπυκολέν ήταν κρεολή. Δεν γνώρισε γονείς ή τους έχασε πολύ νωρίς. Ορφανή ή έκθετη, όπως μου διη- γήθηκε αργότερα η μητέρα μου, την περιμάζεψε ο πάστο- ρας Βωτιέ με τη γυναίκα του, που δεν είχαν ακόμη δικά

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=