Η στενή πύλη

A N D R É G I D E 12 κόβει στα δύο μια μικρή μυστική πόρτα, βρίσκει κανείς μια συστάδα κλαδεμένων δέντρων όπου καταλήγει από δεξιά και από αριστερά η αλέα με τις οξιές. Από το δυτικό πλατύσκαλο, πάνω απ’ αυτό το δασύλλιο που ενώνεται με το οροπέδιο, το βλέμμα ατενίζει με θαυμασμό την πλούσια συγκομιδή που το καλύπτει ολόκληρο. Λίγο πιο μακριά στον ορίζοντα, η εκκλησία ενός μικρού χωριού και, τα βράδια, όταν δεν φυσάει, ο καπνός από τις καμινάδες με- ρικών σπιτιών. Το καλοκαίρι, όταν ήταν γλυκιά η βραδιά, κατεβαίναμε μετά το δείπνο στον «κάτω κήπο». Βγαίναμε από τη μικρή μυστική πόρτα και φτάναμε σ’ ένα παγκάκι της λεωφόρου απ’ όπου μπορεί να δει κανείς σχεδόν όλη την περιοχή. Εκεί κάθονταν ο θείος μου, η μητέρα μου και η μις Άσμπερτον, κοντά στην αχυρένια σκεπή ενός εγκαταλελειμμένου ορυ- χείου μάργας.Μπροστά μας, η μικρή κοιλάδα καλυπτόταν σιγά σιγά από ελαφρά ομίχλη και, μακριά στο βάθος, ο ουρανός γινόταν χρυσός πάνω από το δάσος. Στη συνέχεια, μέναμε ως αργά στο βάθος του κήπου όπου είχε ήδη σκο- τεινιάσει. Επιστρέφαμε στο σπίτι. Στο σαλόνι, βρίσκαμε τη θεία μου, η οποία δεν μας ακολουθούσε σχεδόν ποτέ… Για μας, τα παιδιά, εδώ τέλειωνε η βραδιά. Συχνά όμως, διαβάζαμε ακόμη στα κρεβάτια μας όταν, πιο αργά, ακού- γαμε τους γονείς μας να ανεβαίνουν στα δωμάτιά τους. Τις ώρες που δεν βρισκόμασταν στον κήπο τις περνού- σαμε σχεδόν όλες στην «αίθουσα μελέτης», το γραφείο του θείου μου όπου είχαν τοποθετηθεί θρανία. Ο ξάδερφός μου ο Ρομπέρ κι εγώ καθόμασταν παρέα. Πίσω μας, η Ζυλιέτ

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=