Η σκόνη του κόσμου όταν γκρεμίζεται

Η ΣΚΟΝΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΟΤΑΝ ΓΚΡΕΜΙΖΕΤΑΙ 17 πηλός θίασος στη σκηνή. Ο καπετάνιος κοίταξε ολόγυρα. Σή­ κωσε το κεφάλι σαν να οσμιζόταν απειλή και προσπαθούσε να διαβάσει την αινιγματική γλώσσα της γης. Η ορεινή σκη­ νογραφία, με τους κινδύνους που ενέδρευαν, έμοιαζε για τους πρωταγωνιστές της δαιμονικής αυτής εποχής σαν το ματο­ βαμμένο θυσιαστήριο ενός πανάρχαιου δράματος. Πέσαμε στην κατηφοριά. Στα μισά της φαλακρής πλαγιάς, από την κούραση, οι γυναίκες δεν μπόραγαν να μαζέψουν τα πόδια. Σταματήσαμε σε μια μεγάλη πέτρα. Ξεφορτωθήκαμε του γυλιούς και σωριαστήκαμε με την πλάτη στο χώμα. Δεν προλάβαμε να ξανασάνουμε. Χαζολογάγαμε. Εκείνος με τα τεράστια μαύρα μάτια που τον έλεγαν Ζιώγα είχε βγάλει το δίκοχο κι απ’ τα μακριά αχτένιστα μαλλιά πέφταν λιγδια­ σμένα δαχτυλίδια στο μέτωπο. Τα τράβηξε απ’ τα μάτια και τέντωσε το αυτί. «Πάψτε» μας έγνεψε. «Δεν είμαστε καλά» είπε κι έδειξε μπροστά με το δάχτυλο. Από μακριά ακούγονταν σβησμένες φωνές. Ο καπετάνιος έβγαλε τα κιάλια και κοίταξε με προσοχή. Κάτω η γυμνή γη της κατηφοριάς έσβηνε σε μια χαράδρα γεμάτη πλατάνια και ρείκια. Από την αντικρινή όχθη ξεκίναγε ένα μονοπάτι με κυπαρισσότοιχο, που λόξευε και οδηγούσε σ’ ένα μεγάλο ψή­ λωμα. Τα μάτια του σταμάτησαν στην κορφή. Τρεις φαντάροι είχαν ξετρυπώσει μέσα από τα πευκόδεντρα. Οι σκιές τους απλώνονταν μακριές στον πρωινό ήλιο. Πιο πέρα σκηνές και δεμένα μουλάρια. Στα ριζά του λόφου, από την πλευρά των αντιπρανών, είχε κατασκηνώσει ένας λόχος του κυβερνητικού στρατού.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=